Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Η ελπιδα πισω απ'τα καγκελα αργοπεθαινει

Με λένε Γεωργίεφ Πετράνοφ και είμαι δεκαέξι χρονών. Γεννήθηκα στη Ρωσία από μια πόρνη, τη Μανάνα, ενώ τον πατέρα μου, κάποιον από τους πελάτες της, δεν τον γνώρισα ποτέ. Από μικρός συνήθισα στην πείνα και στην εικόνα μιας μεθυσμένης μάνας να υποδέχεται στο σπίτι λογής λογής άντρες, μιας μάνας που ποτέ δε μ' αγάπησε. Πάμπολλες φορές είχε καταραστεί την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκα, ενώ για φαγητό δε μου έδινε παρά ένα κομμάτι ψωμί τη μέρα, κι αυτό αν το θυμότανε. Όχι, φυσικά πως η ίδια είχε πολλά περισσότερα για να ζήσει. Ακόμα και το τσιγάρο στα χείλη της είχε μετατραπεί σε ανάγκη, παρά ήτανε πολυτέλεια. Και πράγματι - το πιστεύω - ότι η συντροφιά του τσιγάρου και του ποτού τη γέμιζε παραπάνω από την ψεύτικη συντροφιά του κερδοφόρου και επίπονου σμιξίματος με τους άντρες - πελάτες της.

Όταν το απαίτησε η ηλικία μου η μάνα μου σχολείο δε μ' έστειλε και πώς να το έκανε άλλωστε… Κι όμως, ίσως να ξέρω πράγματα που κι οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι δεν έμαθαν ποτέ τους, όσες μελέτες κι αν έκαναν, όσα βιβλία κι αν άνοιξαν… Να, σχολείο μου υπήρξε η ζωή και βιβλίο μου ο παγωμένος, ρωσικός άνεμος, που χαϊδεύει τα μαλλιά και φέρνει στο νου ταξίδια και εμπειρίες από τα πιο μακρινά μέρη της γης, από τις πιο παλιές εποχές… Αυτός ο άνεμος που σου καθαρίζει το μυαλό και σε λυτρώνει.

Όταν ήμουν δέκα χρονών η μάνα που πιάστηκε θύμα εκμετάλλευσης και έδωσε όλα τα «βρώμικα» χρήματα, που με πόνο σώματος και κυρίως ψυχής είχε μαζώξει, για να έρθει στην χώρα του ονείρου - τουλάχιστον έτσι την ονόμασαν οι επαγγελματίες μηδενιστές της ελπίδας - την Ελλάδα. Θέλοντας και μη, με πήρε μαζί της, κι εμένα με τη σειρά μου, θέλοντας και μη, μου χαράχτηκε στο νου η σκηνή που βρίζοντάς με και δίνοντάς μου ένα δυνατό χαστούκι με έσουρε και με πατίκωσε σα σαρδέλα σ' ένα φορτηγό. Το λοιπόν, μαζί με άλλες εξαθλιωμένες υπάρξεις, αποβράσματα του επίσης εξαθλιωμένου ρωσικού καθεστώτος, κινήσαμε για την δική μας επίγεια κόλαση, την Αθήνα.

Στην Αθήνα η μάνα μου συνέχισε να ασκεί το αρχαιότερο επάγγελμα, την υλοποίηση και εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης οντότητας, την πουτανιά. Εγώ, έχοντας πλέον αρκετά μεγαλώσει, άρχισα να αλητεύω… Τη μάνα μου δεν την πολυένοιαζε τι θα γίνει με μένα, αλλά μάλλον προτιμούσε να μην είμαι πάνω από το κεφάλι της, οπότε με άφηνε να πηγαίνω όπου μου έκανε κέφι. Σχολείο δε με έστειλε ούτε στην Ελλάδα, αντ' αυτού αρκετά συχνά με έβαζε να ζητιανεύω κι έτσι να βγάζω ξεφτιλιζόμενος λίγα ακόμα «βρώμικα» φράγκα. Υπαρξιακές απορίες είχαν αρχίσει να με απασχολούν, αλλά αφού ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε παρέα, ούτε αγάπη είχα, τις έπνιγα στη μοναξιά και στη διαρκή ξεφτίλα…

Μισοζούσαμε και όλα θα συνέχιζαν να κυλούν ήρεμα… Δυστυχώς, όμως, ο χρόνος, ο χειρότερος γιατρός, είχε αρχίσει να αφήνει βαθιές τις χαρακιές του στο σώμα της μάνας μου. Παρατηρώντας το βλέμμα της, θα διέκρινες πιότερο παρά ποτέ την εξάντληση και την πικρία που έκρυβε μέσα του. Οι δουλειές δεν πηγαίνανε καλά και φίδια είχαν αρχίσει να τη ζώνουν. Το λοιπόν, κάποια μέρα έφυγε από το σπίτι βρίζοντάς με και δεν ξαναγύρισε… Έφυγε για τη σκρόφα πατρίδα; Έφυγε για κάποιαν άλλη επουράνια ζωή; Έφυγε απλά για ένα χωματένιο, πεζό μνήμα; Το σίγουρο, πάντως είναι πως έφυγε από κοντά μου. Κι όμως, δεν έκλαψα, μήτε στεναχωρήθηκα. Άλλωστε, κάποιος λυπάται μόνο αν χάσει κάτι που αγαπάει. Γιατί, λοιπόν, εγώ να κλάψω για κάτι που ποτέ μου δεν αγάπησα; Το μόνο πράγμα που με ένωνε κάποια στιγμή μαζί της, ο ομφάλιος λώρος, είχε κοπεί πολύ νωρίς, από τη μέρα που γεννήθηκα…

Πλέον, όντας δεκαπέντε, έπρεπε να κοιτάξω τι θα γίνει με μένα, με την πάρτη μου, κι έχοντας αποφασίσει τι θα κάνω να χαράξω κι εγώ το δρόμο μου. Η ζητιανιά δεν απέδιδε όσα χρειαζόμουν. Τα λεφτά δε μου έφταναν ούτε για να αγοράσω τους μόνους συντρόφους μου, τα τσιγάρα, ώστε να διώχνω στους σχηματισμούς του καπνού ό,τι με έστελνε στην κόλαση. Έτσι, αναγκαστικά στράφηκα στην κλοπή. Τον ήδη βρώμικο νου μου πλημμύρησαν με επιπλέον σκοτάδι τα σχέδια για κλεψιές, ο αγώνας για επιβίωση.

Με ένα λοστό στο χέρι και με τα δόντια σφιγμένα πραγματοποίησα την πρώτη μου ληστεία… Λήστεψα ένα μπακάλικο. Ένας γεράκος στο ταμείο, ζητώντας το έλεος μου, μου έδωσε χωρίς καμιά απολύτως αντίσταση τα λιγοστά κέρδη της ημέρας. Τόσα χρόνια εξέλιξης και ποιο το κέρδος; Καταντήσαμε να ζούμε σαν τα ζώα, ο ένας σε βάρος του αλλουνού. Κι από πάνω, κάποιοι λαόζωντες σωτήρες να μας κοιτάνε να σφαζόμαστε, καθώς μετράν τα πράσινά τους, και να γελούν… Ξεκίνησα, λοιπόν, να τρέχω με όση δύναμη είχα. Τρέχοντας στο δρόμο, χωρίς να βλέπω μπροστά μου, έπεσα πάνω σε ένα μικρό παιδάκι, το κεφάλι του ήτανε ίσαμε τον αφαλό μου. Παραμερίζοντάς το με βιασύνη για να συνεχίσω την κούρσα μου με το χρόνο, παρατήρησα ότι στο αριστερό του χέρι κράταγε ένα καινούριο κινητό τηλέφωνο. Χωρίς δεύτερη σκέψη του το άρπαξα. Ξεκινώντας να τρέχω, αυτή τη φορά γρηγορότερα από πριν, στο απέναντι πεζοδρόμιο πήρε το μάτι μου ένα συνομήλικό μου, δυο κεφάλια ψηλότερο, ξερακιανό, αυτόπτη μάρτυρα της αδικίας που λάμβανε χώρα. Παρόλα αυτά ούτε που κούνησε το μικρό δαχτυλάκι του χεριού του, αλλά συνέχισε να ρουφάει απολαυστικά τον καφέ του, παρατηρώντας, με βλέμμα στοχαστικό, εμένα να απομακρύνομαι και το μικρό να τα έχει κάνει πάνω του από το φόβο… Μια κοινωνία που βούτηξε στην αδικία και βγήκε ταυτισμένη με αυτή. Μια κοινωνία χωρίς συλλογική συνείδηση. Μια κοινωνία που ο καθένας κάνει τη δουλειά του, χωρίς να νοιάζεται για τους υπόλοιπους.

Η μια ληστεία διαδεχόταν την άλλη και όλες χαράζονταν στο νου μου, μία προς μία, με άριστη ταξινόμηση. Ξεχνιέται μαθές το άδικο; Δεν ξεχνιέται… Όμως, οι άσχημες εκπλήξεις δεν είχαν τελειωμό για μένα. Εκείνο τον καιρό με πλησίασε μια παρέα το ίδιο σκοτεινή με το εμπόρευμά της… Ακολούθησαν μαύρες μέρες βουτηγμένες στην άσπρη σκόνη. Τότε άρχισα να νοιώθω τα λεφτά πιο αναγκαία από κάθε άλλη φορά. Κλέψιμο, άσπρη σκόνη, κλέψιμο, άσπρη σκόνη, και ξανά μανά κλέψιμο και άσπρη σκόνη… Αυτό το δίπτυχο ήτανε πια που όριζε την κρεμάμενη από μια λεπτή, άσπρη κλωστή ζωή μου. - Φχαριστήθηκες ψυχή μου; Φχαριστήθηκες κορμί μου; Θέλεις κι άλλο; - Κι άλλο, κι άλλο, απάνταγε ολόκληρος ο άνθρωπος· ΚΙ ΑΛΛΟ, φώναζε αυτή τη φορά σύσσωμος και σύψυχος ο μέσα μου διάολος. Και ο σαλεμένος νους συνέχιζε να δίνει εντολή στ' αδύναμα πόδια να βαδίζουν προς το γκρεμνό. Πέντε βήματα μπροστά. Κι άλλο μπροστά. Μπράβο… Συνέχισε… Δώσ' του και μήτε το κεφάλι να γυρίσεις πίσω.

Έτσι, έφτασα στο σημείο που βρίσκομαι τώρα. Δεκάξι χρονών γάιδαρος, έχοντας συλληφθεί και αυτή τη στιγμή, στην ανακριτική διαδικασία, να προσπαθώ να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα, με τα σπαστά ελληνικά μου, χωρίς συνήγορο υπεράσπισης, απέναντι σ' έναν καρπό της αναξιότητας για ελευθερία του ανθρώπου, σε ένα δικαστή. Οι κατηγορίες για μικροκλοπές πάμπολλες. Το μόνο που δε με κατηγόρησαν ήταν για χρήση ναρκωτικών. Δεν με είχαν πιάσει, βλέπεις, με δόση πάνω μου… Αλλά και με δόση να με είχαν πιάσει, πιστεύω ότι δε θα τους πολυένοιαζε. Το λοιπόν, έχοντας αρχίσει να αισθάνομαι την απουσία της άσπρης σκόνης, άκουγα σιωπηρά τις κατηγορίες.

- Κατηγορούμενε τώρα μπορείς να απολογηθείς. είπε ο δικαστής μόλις τέλειωσε την ανάγνωση του κατηγορητηρίου, μα εγώ σιωπούσα. Την κατάληξη άλλωστε την ήξερα. Τι πρόκειται να άλλαζε αν μιλούσα; Το θέατρο του παραλόγου…
- Ουκ, ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι; ούρλιαξε αυτή τη φορά ο δικαστής. Τα δέχεσαι όλα ή τα αρνείσαι;
- Τα ντέχομαι όλα. Ντεν αρνούμαι τίποτα. απάντησα χωρίς κανένα φόβο και πάθος. Όχι. Μπορεί να έχασα την αξιοπρέπειά μου, μπορεί να άφησα να την πατήσουν κάποιοι έμποροι ναρκωτικών, μπορεί να την παράτησα σε κάποιο από τα ταμεία που άδειασα, αλλά όχι, αυτό ποτέ. Να πω ψέματα; Να γίνω σαν κι αυτούς τους γραβατωμένους καραγκιόζηδες; Όχι, αυτό ποτέ!
- Ωραία, λοιπόν… σιγομουρμούρισε θριαμβευτικά ο δικαστής και κάτω από το μουστάκι του γελούσε ευχαριστημένος που ξεδιάλυνε κι αυτή την υπόθεση. Πολύ ωραία! Και γιατί τα έκανες αυτά; Δε θα προσπαθήσεις να αλαφρώσεις τη θέση σου;

Εγώ, πάλι, μη θέλοντας να προσθέσω κάτι, μήτε να πιάσω κουβέντα, έκλεισα τα μάτια κι άρχισα τα ταξίδια. Ταξίδια όχι λευκά, μα κόκκινα, στις ματωμένες θάλασσες του Αιγαίου. Εδώ Ελλάδα, εδώ Τουρκία, πιο πάνω Βουλγαρία… Πήραμε μολύβια και χαρτιά, χωρίσαμε τη γης και κλειστήκαμε σαν τα ζώα στα κλουβιά μας. Ρε, μερμήγκια είμαστε. Μέρμηγκες που ονειρευόμαστε κάτω από τον ίδιο ουρανό. Ένας ήλιος μας ενώνει το πρωί, ένας Αποσπερίτης το δειλινό και μια σελήνη το βράδυ. Κι όμως… Σήκωσαν χέρια τα αδέρφια μεταξύ τους και σκοτώθηκαν για μερικές οργιές γης, για μερικές γραμμές στο χάρτη. Πατρίδα, τι σιχαμένη λέξη…

Το ταξίδι μου έκοψε απότομα η δυνατή φωνή του δικαστή:

- Κύριε Γεωργίεφ Πετράνοφ καταδικάζεστε σε προφυλάκιση ενός χρόνου, όταν και θα τελεστεί η δίκη σας.

Τότε το χέρι του αστυνομικού, που στεκόταν από πάνω μου, άγρυπνος φρουρός, σε περίπτωση που προσπαθούσα να το σκάσω, με άρπαξε από τον ώμο και με οδήγησε έξω από την αίθουσα στο περιπολικό που με είχε φέρει. Η διαδικασία της ανάκρισης είχε τελειώσει κι εγώ συναισθανόμενος ότι με πάνε στη μελλοντική μου κατοικία, ένοιωσα ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να με διαπερνά και να μου καίει τα σωθικά.

Το περιπολικό μας άφησε έξω από μια μεγάλη σιδερένια πόρτα, τριγυρισμένη από πανύψηλους τοίχους, με πλέγματα σιδερένια στο πάνω μέρος τους, με οπλισμένους φύλακες σε κουβούκλια να αγναντεύουν μέσα κι έξω από τον διαχωριστικό τοίχο της ζωής και του θανάτου, τη φυλακή του σώματος, μιας και το νου μας ακόμα δεν έχουν καταφέρει να τον μαντρώσουν. Προ ολίγου, μόλις μπήκα στο περιπολικό, ο ένας αστυνομικός πήρε κάποιον τηλέφωνο και μόλις το έκλεισε, με ένα γέλιο ειρωνικό και όλο νόημα, σιγοψιθύρισε στον έτερο, που με είχε οδηγήσει από την αίθουσα του δικαστηρίου στο αμάξι: «οι φυλακές ανηλίκων είναι τιγκαρισμένες. Ο φίλος μας είναι εξαιρετικά τυχερός…» Και να 'μαι τώρα να διαβαίνω την πόρτα μιας φυλακής ενηλίκων. Ο αστυνομικός ανέφερε το όνομά μου στο φύλακα που μας άνοιξε, αυτός επικοινώνησε με το γραφείο της φυλακής και πιάνοντάς με σφιχτά από το μπράτσο, του έγνεψε ότι μπορεί να πηγαίνει καλιά του.

Σε λίγο βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς παράθυρα, χωρίς φως και κυρίως χωρίς φως στη ζωή "Τουαλέτα δεν υπάρχει. Την ανάγκη σου θα την κάνεις μέσα στο κελί. Για φαγητό μην αγχώνεσαι. Θα έρχεται όταν είναι η ώρα. Τώρα πότε θα είναι η ώρα;", αποκρίθηκε γελώντας ο φύλακας κι έφυγε. Πήγα και κάθισα στην τάβλα που υπήρχε. Γυρνώντας το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά, ρίχνοντας αναγνωριστικές ματιές στο χώρο, με τρόμο συνειδητοποίησα ότι στο κελί δεν ήμουν μόνος. Υπήρχε ένας ακόμη φυλακισμένος, μάλλον Έλληνας, γύρω στα τριάντα με τριανταπέντε. Με κοίταγε γελώντας ευχαριστημένος.

- Καλημέρα. είπε και τα μάτια του γυάλισαν.
- Καλημέρα, απάντησα· γκια πες μου όνομά σου.
- Μη σε νοιάζει. απάντησε απότομα.
- Μα αφού θα μένουμε μαζί, να ξέρει ένας όνομα άλλου… αποκρίθηκα ντροπαλά και συνάμα τρομαγμένα.
- Μη σε νοιάζει. Να ξέρεις μόνο ότι θα περάσουμε καλά οι δυο μας… είπε ξαπλώνοντας στην τάβλα του και κλείνοντας τα μάτια του επανέλαβε:
«Θα περάσουμε πολύ καλά»

«Θα κοιμήθηκε», σκέφτηκα και αργά σηκώθηκα να ερευνήσω το μικροσκοπικό κελί, ώστε να μάθω καλύτερα τη νέα μου κατοικία. Το πάτωμα ήταν από μισοχαλασμένα, άθλια πλακάκια, ενώ στην άκρη υπήρχαν τα περιττώματα του συγκάτοικού μου. Τη μυρωδιά αν και ήταν άθλια - την συνέθεταν αναμεμιγμένες οσμές ούρων, περιττωμάτων και μούχλας - όσο πέρναγε η ώρα είχα αρχίσει να τη συνηθίζω. Άλλωστε, όλα μια συνήθεια είναι… «Ένας χρόνος προφυλάκισης είναι, θα περάσει. Και μετά βλέπουμε…», σκέφτηκα και άρχισα να μετράω χρόνια αργά στα δάχτυλά μου. Λίγα μαθηματικά τα ήξερα, μιας και μου τα είχε διδάξει η ζωή. Ξανακάθισα στην τάβλα μου. «Ένας χρόνος προφυλάκισης είναι, θα περάσει. Και μετά βλέπουμε…», σιγομουρμούρισα και αυτή τη φορά άρχισε να με πνίγει η απελπισία. Το ήξερα πως δε θα άντεχα, ναι το ήξερα. Το αίμα μου είχε αρχίσει να νοιώθει όλο και πιο έντονα την απουσία της άσπρης σκόνης και πλέον εναγωνίως την αναζητούσε. Όμως, άλλο ήταν εκείνο που με τρόμαζε παραπάνω. Βλέπεις, ο θάνατος έτσι ή αλλιώς είναι θεριό που αργά ή γρήγορα όλους θα τους κατασπαράξει. Τρόμαζα, όμως, στη σκέψη και μόνο πως ο θάνατος μου στις φυλακές θα αποτελούσε μια ακόμη «πνιγμένη» είδηση από δημοσιογράφους, πολιτεία και κοινωνία, ώστε όλοι τους να στρουθοκαμηλίσουν, κρύβοντας τη γύμνια τους πίσω από ένα διαφανές φάδι, την υποκρισία της άγνοιας. Με αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος.

Δυο μέρες στη φυλακή πέρασαν. Πώς πέρασαν ούτε κι εγώ το ξέρω. Ο συγκάτοικος μου σιωπούσε. Απλά με κοίταγε και γέλαγε ευχαριστημένος. Ο αέρας, που σκόρπιζε τη μοναξιά και τη θλίψη, και η έλλειψη της άσπρης σκόνης είχαν αρχίσει να με τρελαίνουν. Το σώμα μου πόναγε, αλλά δε μίλαγα. Το ήξερα πως δε θα άντεχα, ναι το ήξερα. Σήμερα, μετά το βραδινό, ένοιωθα το κεφάλι μου ασυνήθιστα ζεστό και θέλοντας να αναπαυτώ στην ομορφιά του ονείρου, έπεσα κατευθείαν για ύπνο…

Ξύπνησα μέσα στο βράδυ έχοντας ανεβάσει απίστευτα υψηλό πυρετό. Αισθανόμουν το σώμα μου να καίγεται, ενώ τα μάτια μου είχαν θολώσει και το μόνο που έβλεπα ήταν σκιές. Ο οργανισμός μου είχε πια τυφλωθεί οριστικά από την έλλειψη της άσπρης σκόνης. Προσπάθησα να επανακτήσω την επικοινωνία μου με το περιβάλλον, αλλά μάταια. Η αρρώστια και η ανάγκη, που έγιναν εγώ, δε με άφηναν. Ξαφνικά, ένοιωσα ένα χέρι να απλώνεται και να μου κλείνει το στόμα. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα: «πραγματικότητα ή ένα ακόμη, το τελευταίο, παιχνίδι της άσπρης σκόνης;» Δυστυχώς, πραγματικότητα. Ο συγκάτοικός μου στο κελί, λιγωμένος από την έλλειψη σαρκικής ηδονής, είχε αποφασίσει να με βιάσει. Με φίμωσε κι ενώ εγώ δε μπορούσα να αντιδράσω, εκείνος άρχισε να ρουφάει αχόρταγα την ηδονή της σάρκας. Όχι, δε μπορούσα να αντιδράσω. Απλά, κοίταγα σιωπηρά τα τελευταία κομμάτια του παζλ της ζωής μου να τοποθετούνται στη θέση τους.

Θεέ των χριστιανών, που τάχατες υπάρχεις, σταμάτα - σε παρακαλώ - να με περιφρονάς και να γελάς από ψηλά. Παράτα για λίγο τον ουράνιο θρόνο σου κι έλα κοντά μου. Έλα και φέρε μαζί σου λίγη από την άσπρη σκόνη. Έλα και κάτσε σιμά μου να απολαύσουμε μαζί την ομορφιά και την ψευτιά της ζάλης της. Ίσως τότε να νοιώσεις και συ λίγο ανθρωπινά και νοιώσεις σαν εμένα τον κακόμοιρο… Ίσως τότε να νοιώσεις εμένα τον κακόμοιρο. Έλα, τάχατες μακρόθυμε, και φέρε μαζί και το σφουγγάρι σου… Έλα, τάχατες συγχωρητικέ, και αφού με νοιώσεις, βούτα το στο νερό και σβήσε τα αμαρτήματά μου. Μα ξέχασα… Θες να τα ξομολογηθώ σ' έναν από τους γενειοφόρους μασκαράδες σου, αλλιώς δε συχωρνάς…

Αργά… Πολύ αργά… Τίποτα πια δε με σώνει…


...Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια...

Καλο ταξιδι και καλη ανταμωση

Μια αλαφιασμένη φωνή βγήκε απ' τα χείλη, ο νους ταξίδεψε αμέσως στο κακό και μεμιάς ο πόνος απόκτησε μορφή, γίνηκε νερό κι αλάτι και κυλάει από τα μάτια.

Ο θάνατος έτσι ή αλλιώς είναι θεριό που αργά ή γρήγορα όλους θα μας κατασπαράξει.

Σκυθρωπός προσπαθώ να σκεφτώ το πιο μακρύ, το τελευταίο ταξίδι του ανθρώπου. Συναντώ το χάος. Τρομάζω. «Θεός», λέω από μέσα μου και δεν τολμώ να σκεφτώ άλλο. Δεν έχω τη δύναμη να σκεφτώ άλλο. «Θεός», ξαναλέω για να με πείσω.

Κάποια σκουλήκια που ξεκίνησαν τη δουλειά τους, η ανάγκη που γίνηκε προσευχή, η γη που σταμάτησε για λίγο να γυρίζει… Μοναχά η γη σταμάτησε, γιατί ο χρόνος δε σταματάει ποτέ. Η αντίστροφη μέτρηση πάντα συνεχίζεται και δε μας χαρίζεται ούτε ένα δευτερόλεπτο. Βλέπεις, τα χρόνια αφαιρούνται, δεν προστίθενται.

Και ξανά τα μάτια θολώνουν και ξανά τα πάντα γύρω παγώνουν και ξανά τα πάντα γίνονται στιγμές και ξανά τις στιγμές τις ξεθωριάζει η λησμονιά και ξανά ο χρόνος γίνεται εχθρός και ξανά μας προλαβαίνει ο θάνατος.

Καλό σου ταξίδι, καλό μας ταξίδι και καλή αντάμωση!


…Μα οριστικά θα ‘χεις χαθεί μονάχα αν το διαλέξεις

Grats http://logw-texnis.blogspot.com/

Το παγκακι

Με μια πρώτη ματιά θα έλεγες πως ήταν ένα κοινό παγκάκι, όπως όλα τα άλλα, από αυτά που προσπερνάς βιαστικά και δεν κάνεις τον κόπο ούτε το κεφάλι να γυρίσεις. Στην πλάτη του υπήρχε ζωγραφισμένο το σύνθημα: «γλύψε παγωτό, κι όχι αφεντικό», έχοντας για υπογραφή ένα κατακόκκινο, κεφαλαίο άλφα, το σύμβολο της αναρχίας. Στο κάτω μέρος του ξύλου υπήρχαν κολλημένες τσίχλες, που είχαν μείνει εκεί για χρόνια και είχαν γίνει ένα με το ξύλο, ώστε να μην είναι καθόλου εύκολος ο καθαρισμός τους. Το τσιμέντο στο οποίο ήταν ακουμπισμένο είχε εμφανίσει ραγισματιές, ενώ με τον καιρό η σκουριά είχε στάξει στα σημεία όπου το ξύλο ενωνόταν με το σίδερο. Θαρρείς, μάλιστα, πως η σκουριά είχε πάρει το σχήμα των σταγόνων της βροχής, έχοντας ποτίσει στάλες στάλες το μισοσαπισμένο ξύλο, δίνοντάς του μια σπάνια ομορφιά και μια ποιητικότητα ολωσδιόλου απροσδόκητη! Βέβαια, καθώς είναι φυσικό, οι άνθρωποι δεν το προτιμούσαν… Σαθρό, λερωμένο, με βίδες να λείπουν Έτσι κι αυτό, είχε απομείνει θεατής του πάρκου, να παίζει κρυφτό με τα δέντρα και τα λουλούδια, να παρατηρεί τα αδέσποτα που ξάπλωναν πλάι του, αλλά και να συνομιλεί με τα παιδάκια που ξέφευγαν από την επιτήρηση των γονιών τους και το πλησίαζαν.

Όλα αυτά, βέβαια, είναι πρόχειρα συμπεράσματα που βγαίνουν με μια ματιά, διότι αυτό το παγκάκι ήταν κάτι πολύ περισσότερο… Ήταν ο ήχος του πρώτου δειλού και παράνομου φιλιού στο απόλυτο σκοτάδι, ήταν εκείνος ο έρωτας, το ζευγαράκι που είχε σμίξει και χωρίσει σε αυτό. Και σήμερα που είχε συμβεί το ανέλπιστο -να νιώσει ξανά τη ζεστασιά ανθρώπινου αγγίγματος, μιας γυναικείας ύπαρξης που ρέμβαζε καθισμένη, χαϊδεύοντας απαλά την άκρη του μεταλλικού του χερουλιού- έμοιαζε σαν το παγκάκι να είχε ξαναγίνει, έστω και για λίγο, αυτό που πραγματικά ήταν…

Μετατράπηκε, λοιπόν, και πάλι σ’ εκείνο το νεαρό αγόρι με τα μεγάλα μάτια και τα σφριγηλά μπράτσα, καθώς κι εκείνο το κορίτσι με τα στητά κι αγριεμένα στήθια, που χόρευαν σε ξέφρενους ρυθμούς μέσα στο μακό μπλουζάκι, έτσι που νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή το μπλουζάκι θα σκιζόταν και τα στήθια της θα ξεχύνονταν έξω ορμητικά. Και το παγκάκι ήταν πια εκείνος ο έρωτας και εκείνος ο έρωτας θα έλεγες πως γεννήθηκε και σφραγίστηκε σ’ εκείνο το παγκάκι, με εκείνη την αιμάσσουσα καρδιά, που προδόθηκε, και το βέλος που τη διαπερνούσε, καθώς και τα χαραγμένα αρχικά τους, δίπλα στην καρδιά και κοντά κοντά το ένα στο άλλο, έτσι που το ένα να συμπληρώνει το άλλο. Και θα έλεγες πως το παγκάκι ήταν τόσο στενά συνδεδεμένο μ’ εκείνο τον έρωτα που όταν αυτός πέθανε, πέθανε κι αυτό. Πέθανε κι αυτό εκείνο το βράδυ που έβρεχε, τότε που το σκουριασμένο μέταλλο άφησε τα πρώτα του στίγματα στο ξύλο, τότε που τα δυο νεανικά κορμιά σμίξανε για στερνή φορά, ώστε να επιβεβαιώσουν το χωρισμό και να τραβήξουν για νέες Ιθάκες.

Αυτό το παγκάκι, δηλαδής, ήταν μια ιστορία ολάκερη, καθόλου ασήμαντο, μα και τόσο σημαντικό ώστε να μην καταδέχεσαι να του ρίξεις ούτε μια ματιά, καθώς το προσπέρνας με βιασύνη, αγχωμένος να προφτάσεις τους ρυθμούς της πόλης. Κι όλοι αδιαφορούσαν πλήρως για το τι πραγματικά ήταν αυτό το παγκάκι και για την ιστορία που αυτό έκρυβε και το μόνο που περίμεναν ήταν να προκόψει το συνεργείο του δήμου και να φροντίσει για την αντικατάστασή του από κάποιο καινούργιο, ομορφότερο, μα και με χρηστική αξία, ώστε να μπορούν να σωριάζουν το κορμί τους και να ξεκουράζονται.

Κι εντωμεταξύ, η γυναικεία ύπαρξη συνέχιζε να κάθεται σε αυτό το σπάνια όμορφο, μα και απροσδόκητα ποιητικό παγκάκι, χαζεύοντας το άπειρο, σκαλίζοντας το παρελθόν, ζώντας το τώρα, αγναντεύοντας το μέλλον… Σπάνιες στιγμές ηρεμίας στην οχλοβοή της πόλης, με γυναίκα και παγκάκι να παίζουν κρυφτό με τα δέντρα και τα λουλούδια και να παρατηρούν τα αδέσποτα που ξάπλωναν πλάι τους… Όμως, αυτή τη φορά, μαζί με τα παιδάκια που ξέφευγαν από την επιτήρηση των γονιών τους, το παγκάκι άρχισε να πλησιάζει κι ένας αντρικός ίσκιος που ξάφνου πρόβαλε στο πάρκο. Και ο ίσκιος ολοένα και σίμωνε με το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω, να συνοδεύει την κίνηση των ποδιών, αλλά και να προσδίδει στο περπάτημα μια ανεπαίσθητη νευρικότητα Κι όταν πλησίασε αρκετά, σταμάτησε απότομα, σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του ανάμεσα στα δυο γυναικεία μάτια.

Εκείνη, που τον παρακολουθούσε από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, μόλις αντίκρισε τα μάτια του κοκάλωσε. Αυθόρμητα τα χέρια της με μια αστραπιαία κίνηση υψώθηκαν μπροστά στο πρόσωπό της και κάλυψαν την περιοχή κάτω απ’ τα μάτια, για να προλάβουν τα δάκρυα και να κρύψουν το στόμα, που είχε απομείνει ορθάνοιχτο. Όμως, ένα δάκρυ που κύλησε αστραπιαία, πρόφτασε την κίνηση των χεριών και κάνοντας αρκετές στροφές γύρω από τον εαυτό του, άλλαξε ποικίλα ελλειψοειδή σχήματα και προσγειώθηκε στο μισοσαπισμένο ξύλο.

Ξεπερνώντας την αμηχανία των πρώτων δευτερολέπτων, η γυναίκα σηκώθηκε και τρέχοντας πέρασε δίπλα του, τον προσπέρασε -μην καταφέρνοντας να τον ξεπεράσει- και άρχισε να απομακρύνεται, χωρίς να γυρίσει ούτε στιγμή το κεφάλι της να τον ξαναντικρίσει. Κι οι περαστικοί σταμάτησαν για λίγο να κυνηγούν τους ρυθμούς της πόλης κι έμειναν απορημένοι να κοιτάζουν πότε τη γυναίκα που έφευγε κλαίγοντας και πότε το αδειανό παγκάκι, μα δεν μπόρεσαν να δουν τον αντρικό ίσκιο που απέμεινε να στέκει ασάλευτος στη θέση του Κι ένα παιδί, που βρισκόταν στο πάρκο κι έπαιζε ποδόσφαιρο, τρέχοντας να πιάσει τη μπάλα, χωρίς να τον προσέξει, πέρασε από μέσα του και τον έκοψε στα δυο, ενώ απέμεινε ένα δάκρυ στο παγκάκι, μια αλμυρή κηλίδα, ως μόνη απόδειξη της παρουσίας του, απόδειξη που κανένας δεν έλαβε σοβαρά υπ' όψιν…

Την επόμενη μέρα, το συνεργείο του δήμου επιτέλους αντικατέστησε το παγκάκι και στη θέση του έβαλε ένα καινούριο, ομορφότερο, μα και με χρηστική αξία, που οι ψηφοφόροι θα μπορούσαν να σωριάσουν το κορμί τους και να ξεκουραστούν. Κοντολογίς, ένα κοινό, καινό, κενό παγκάκι…


...Χαραγμένη καρδιά στο παγκάκι, που μετά την προδώσαν...

Κανει μια ψυχρα αποψε που με αρρωσταινει

Οι λέξεις μέσα μου τεντώνονται. Οι λέξεις γίνονται σύννεφο. Όλο μου το είναι γίνεται σύννεφο. Οι σκέψεις μου γίνονται πουλιά και πετάνε χαμηλά. Τα πάντα μέσα μου μαρτυρούν τον ερχομό βροχής, συνθήκες ναι μεν αναγκαίες ωστόσο όχι επαρκείς… Ίσως και να ‘ναι μια απλή συννεφιά, ένα απλό παιχνίδι των πουλιών με τις νεφέλες· η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία… Τελικά, το είναι μου -όπως άλλωστε αναμενόταν- γίνεται βροχή, τα μάτια μου αστράφτουν κρυμμένα πίσω απ' τα γερμένα ματόκλαδα και η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, η καταιγίδα που ξεσπά στο ανθρώπινο κορμί, καταντάει ένα διαρκές στριφογύρισμα στο κρεβάτι, μια απλή αϋπνία, ενώ άλλοτε μετατρέπεται σε πόνο στην καρδιά, αστραπιαίο ή συνεχόμενο δεν έχει σημασία, πόνο πάντως αληθινό, τίποτα περισσότερο από το τιποτένιο αυτό συναίσθημα.

Και μου το είπε ο γιατρός… «Όχι άγχος και μείωσε τους καφέδες…» Κι ενώ το κεφάλι μου βουίζει, παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώ να χαλαρώσω, να νιώσω ήρεμος, να γίνω ήρεμος. Μα πώς να ηρεμήσει ο άνθρωπος που αμφισβητεί τα πάντα, τους πάντες, ακόμα και Αυτόν, και στη συνέχεια τον ίδιο του τον εαυτό; Ή μάλλον όχι… Πρώτα και κύρια αμφισβητώ τον ίδιο μου τον εαυτό.

Τα βράδια άλλοτε απομένω μετέωρος στο κέντρο της Καισαριανής, να προσπαθώ να πιαστώ από κάπου, να προσπαθώ να βρω ένα μπράτσο να κρατηθώ, κι άλλοτε είναι φορές που αισθάνομαι ότι τα μπράτσα είναι πολλά, πάρα πολλά, ότι τα μπράτσα με έχουν πλημμυρίσει, ότι τα μπράτσα με πνίγουν· και τότε ασφυκτιώ, τότε τρομάζω, τότε κάνω και πάλι πίσω, τη γνωστή πια κίνηση προς τα μέσα… Όμως, απόψε είναι σαν οι δυο αυτές καταστάσεις να εναλλάσσονται διαρκώς και με αστραπιαία ταχύτητα, σα να βιώνω συγχρόνως και τις δυο, σα να ‘μαι ταυτόχρονα επιβάτης δυο τρένων τα οποία μέσω διαφορετικών διαδρομών οδηγούν στον ίδιο τελευταίο σταθμό… Κι έτσι, απομένω στο κέντρο της Καισαριανής να μεταβαίνω μέσα σε δευτερόλεπτα από τη συντριβή της μοναξιάς, στην μοναξιά του δήθεν και δώστου να με συντρίβει η μοναξιά και πάντα με συντρίβει η μοναξιά…

Είναι και αυτό το «καλησπέρα παιδιά», η αίσθηση του αιχμηρού και παγωμένου μετάλλου στο αριστερό μου πλευρό, το γεγονός που ήρθε να με μπλέξει ακόμα περισσότερο -για λίγο ξέχασα ποιος είμαι και τις ιδέες που πρεσβεύω-, το γεγονός που με ώθησε να δείξω με το δάχτυλο αυτόν που με μαχαίρωσε και όχι το σύστημα που του όπλισε το χέρι… Οι σκέψεις μου μπερδεύονται, σωστό κουβάρι στο οποίο προσπαθώ να βρω την άκρη για να πλέξω το νήμα των ιδεών μου, όμως οι γάτες έρχονται και παίζοντας με αυτό ένα γνωστό εις βάρος μου παιχνίδι το ξεσκίζουν… Πλέον βρίσκομαι χαμένος στο λαβύρινθο του μυαλού μου, με ξεσκισμένο το κουβάρι της Αριάδνης και χωρίς ελπίδα διαφυγής· εν τέλει οι γάτες ξέσκισαν κι εμένα…

Απέναντί μου μια εταίρα. Την αντικρίζω, στρέφω προς τα δεξιά και γνέφω «όχι» με το κεφάλι… «Μην το κάνεις», ψιθυρίζω και η φωνή αντιλαλεί μέσα μου τρεις φορές και χάνεται... «Μην το κάνεις, μην το κάνεις, μην το κάνεις…» Θέλοντας να πιστεύω πως έκανα το χρέος μου με αποστροφή γυρνάω αριστερά κι απέναντί μου έξι λέξεις, έξι και μόνο λέξεις, που πρέπει να αντιμετωπίσω, έξι λέξεις που δεν το περίμενα ποτέ μα μετάνιωσα πικρά που τις ξεστόμισα και που πίσω δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο να τις πάρω, τουλάχιστον δεν έχω τη δύναμη να τολμήσω κάτι τέτοιο… Και ξαφνικά απ’ τα δεξιά μου αντηχούν τέσσερις λέξεις οι οποίες με χαροποιούν και με πικραίνουν ταυτοχρόνως, μιας και για λίγο πετυχαίνω να ζήσω στο ψέμα που θέλησα να κατασκευάσω για μένα· χαρά που το πέτυχα, πικρία που δεν είναι αληθινό… Τελικά μετανιώνω ακόμα παραπάνω για τις έξι λέξεις που εδώ και καιρό έχω ξεστομίσει και ανοίγοντας τα μάτια προσπαθώ να αποδιώξω απ’ το νου μου ό,τι υπάρχει αριστερά και δεξιά μου, καθώς και την εταίρα που απομένει ασάλευτη απέναντί μου.

Γνώριμη η αποψινή βραδιά, γνώριμα και τα συναισθήματα που με έχουν κατακλύσει, αλλά ο πόνος -αχ, ο πόνος- που προκαλούν πάντα πρωτόγνωρος και οδυνηρός. Κρύος ο ιδρώτας στο μέτωπο· για την ακρίβεια κάνει κρύο γενικότερα. Λέξεις που μέσα μου τεντώνονται, που γίνονται σύννεφο, το σύννεφο που φέρνει τη βροχή και η βροχή το συναίσθημα, η βροχή που φέρνει πάλι τα συναισθήματα… Και τα συναισθήματα καταλήγουν να γίνονται λέξεις σε ένα κομμάτι χαρτί ώστε να αποδιωχτούν από μέσα μου, ανακούφιση προσωρινή, μιας και ο νους θα δημιουργήσει ξανά νέες λέξεις, νέες εικόνες, νέα ψέματα, θα προκαλέσει και πάλι τη δημιουργία νέων συναισθημάτων, ώστε ο πόλεμος να συνεχιστεί· ο πόλεμος που πρέπει να συνεχιστεί… Ωστόσο απόψε μια ακόμη μάχη χάθηκε… Λόγια, λόγια, λόγια κι ένα δάκρυ, μια σταγόνα αίματος στο χαρτί…



...Κάνει μια ψύχρα που τρυπάει και αρρωσταίνει, έξω η νύχτα με τραβάει απ' τα μαλλιά...

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Άλλη μια καινούρια ζάλη

«Η καρδιά μου γίνεται ολοένα και πιο αδύναμη. Κάθε μέρα χάνει και από έναν χτύπο. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζω να γράφω. Γράφω για να κερδίσω τη ζωή που έχασα... Βλέπεις η άσπρη σκόνη δε γίνεται η ζωή σου, αλλά αναπληρώνει τη ζωή σου. Γι’ αυτό γράφω, για να ξεγελάω τον εαυτό μου ότι ακόμα ζω. Κάθομαι και σκέφτομαι τα αγνά παιδικά μου χρόνια. Τότε που οι μέρες φάνταζαν μεγάλες και κύλαγαν αργά. Τότε που κάθε σχολική χρονιά ήτανε μια ζωή ολάκερη. Τότε που έβλεπες έναν μεγάλο μπαμπά και μια μεγάλη μαμά. Τότε που ο κόσμος φάνταζε τεράστιος και εξιδανικευμένος. Αλλά την αγνή ομορφιά των εικόνων που ο παιδικός νους είχε σχηματίσει ήρθε να τη ρημάξει το σιχτίρισμα και ο κυνισμός της εφηβείας. Όλα τότε μίκρυναν. Τα πάντα έχασαν τη σημαντικότητά τους στα μάτια μου. Τα πάντα; Ναι, τα πάντα. Μέχρι και οι ακλόνητες αξίες που με τόσο κόπο είχαν εμφυσήσει στο είναι μου οι γονείς μου. Μέχρι και αυτές χάθηκαν… Και τις μαύρες εκείνες μέρες ήρθε να τις λευκάνει η άσπρη σκόνη. Ήρθε να με βοηθήσει να νικήσω τους φόβους μου, να λύσω τα …«άλυτα» προβλήματά μου. Τελικά νικήθηκα από τους φόβους μου, τελικά δημιούργησα μόνος μου άλυτα προβλήματα… Ο χρόνος σταμάτησε. Σταμάτησε; Όχι, το αντίθετο… Άρχισε να κυλάει γρήγορα, πολύ γρήγορα. Κάποτε σκεφτόμουν τι είναι το πιο γρήγορο πράγμα στο κόσμο. Τότε δεν ήξερα, τώρα όμως μπορώ να το πω με βεβαιότητα: η ζωή… «Η ζωή τρέχει μ' έτη φωτός, ο καιρός δεν την τρομάζει, προχωρεί και γι' αγάπες παλιές, ούτε που το κουβεντιάζει». Έτσι έγινε… Η ζωή μου πέρασε, αλάργεψε και χάθηκε. Όμως όχι, η ζωή νοιάζεται για τις αγάπες, εγώ δε νοιάστηκα. Γιατί; Γιατί αγάπη είναι να δίνεις και όχι να παίρνεις και εγώ πια δεν έχω τίποτα να δώσω. Δεν μπορώ να αγαπήσω. Δεν αγαπάω ούτε καν τον εαυτό μου. Τον παρέδωσα στο θάνατο και αυτό ποτέ δε θα μου το συγχωρέσει…»

Δίπλωσα το μπακαλόχαρτο στο οποίο έγραφα και βιαστικά σηκώθηκα να πάω στην Ομόνοια. Έπρεπε πάση θυσία να εξασφαλίσω και σήμερα τη δόση μου. Θα ζητιάνευα, θα έκλεβα, θα έβρισκα κάποιον πούστη να του δοθώ…, για μένα πλέον δεν είχε σημασία. Είμαι ένας νεκρός μέσα σε μια ζωντανή σάρκα. Το μόνο που απομένει είναι να πεθάνει κι αυτή… Τι τυχεροί, αλήθεια, οι νεκροί που όταν πεθάνουν τους θάβουν και αναπαύονται… Εμένα με έχουν εγκλωβίσει σε μια σάρκα που ζει και αναπνέει μόνο και μόνο για να παίρνει τη δόση της. Πότε θα με θάψουν; Πότε θα αναπαυτώ κι εγώ;

Η κατάσταση μου είναι κάτι παραπάνω από λυπηρή. Όλη μου τη ζωή την έχασα σε μια στιγμή, όλη μου η ζωή ήταν μια στιγμή. Και η κοινωνία, η ίδια που συνεπικούρησε στο σμπρώξιμο μου σ’ αυτήν την κινούμενη άμμο, αμετανόητη και το ίδιο σκληρή τώρα με σμπρώχνει ακόμα πιο πολύ ώστε να βυθίζομαι όλο και πιο βαθειά, ολοένα και πιο βασανιστικά. Παρατώντας με σε ένα βρωμερό σοκάκι της Ομόνοιας μου πατάει την αξιοπρέπεια, μου μπήγει το μαχαίρι, με περιγελάει ή ακόμα χειρότερα κάνει πως με αγνοεί. Κι ο ποιητής έρχεται και λέει: «Ποτέ σου μην τους πεις, τι άσχημοι που μοιάζουν, αυτοί που σε σιχαίνονται, μα στέκουν και κοιτάζουν». Ακόμα όμως και να ήθελα να φωνάξω, να ουρλιάξω αυτό που εδώ και καιρό γαλουχώ μέσα μου για όλους αυτούς δεν έχω τη δύναμη…

Αχ, Ελλάδα που πληγώνεις τα παιδιά σου. Εσύ η ίδια τους οπλίζεις το χέρι με την πέτρα, με το καδρόνι, εσύ η ίδια τα μαθαίνεις να κλέβουν, εσύ η ίδια τα κερνάς ναρκωτικά και ύστερα δεν τα αναγνωρίζεις. Όχι, δεν είμαι γιος επιχειρηματία, όχι δεν έχω πρόσβαση στο κεφάλαιο, όχι δεν είμαι υπουργός ούτε βουλευτής, όχι δε με λένε Καραμανλή, Παπανδρέου ή Μητσοτάκη, όχι δεν έχω κανένα δικαίωμα στη ζωή...

Στο δρόμο προς Ομόνοια πήγαινα τρεκλίζοντας. Μια γριά με έβρισε, ένας έφηβος μόλις με είδε πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, για να συνεχίσει το δρόμο του, ένα παιδάκι με έδειξε σους γονείς του. «Τι έχει ο κύριος;», τους ρώτησε φωναχτά και τα γουρλωμένα ματάκια του καθρέφτιζαν μέσα τους την περιέργεια. Οι γονείς του του γνέψανε να σωπάσει και πέρασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν δίπλα μου. Μου ‘ρθε να βουρκώσω, αλλά δεν είχα την δύναμη. Συνέχισα το δρόμο μου προς την Ομόνοια. Δεν ήταν μακριά, αλλά όταν είσαι ανάπηρος, είτε πνευματικά είτε σωματικά, ακόμα και η διαδρομή κρεβατοκάμαρα τουαλέτα μετατρέπεται σε βασανιστήριο.

Όταν έφτασα στην Ομόνοια πήγα και σωριάστηκα στο σοκάκι που κάθομαι πάντα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και με πλησίασε ένα απόβρασμα της τάσης των καιρών, ένας emo. «Φίλε σε βλέπω δυστυχισμένο», μου είπε και η λέξη φίλος βγήκε σαν εμετός από το στόμα του. «Τι θα έλεγες, λοιπόν, να σε παρηγορήσω για τριάντα ευρώ». Με κοίταγε γελώντας εμφανώς περιφρονητικά και ειρωνικά. Εγώ έγνεψα καταφατικά, σηκώθηκα και τον ακολούθησα. Και σήμερα η πόρτα για τον πιο ψεύτικο παράδεισο είχε ανοίξει… Η πόρτα για την πιο αληθινή κόλαση…

Π.Κ.

... Πες μου ποιος φόβος σε νίκησε πάλι...