Με λένε Γεωργίεφ Πετράνοφ και είμαι δεκαέξι χρονών. Γεννήθηκα στη Ρωσία από μια πόρνη, τη Μανάνα, ενώ τον πατέρα μου, κάποιον από τους πελάτες της, δεν τον γνώρισα ποτέ. Από μικρός συνήθισα στην πείνα και στην εικόνα μιας μεθυσμένης μάνας να υποδέχεται στο σπίτι λογής λογής άντρες, μιας μάνας που ποτέ δε μ' αγάπησε. Πάμπολλες φορές είχε καταραστεί την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκα, ενώ για φαγητό δε μου έδινε παρά ένα κομμάτι ψωμί τη μέρα, κι αυτό αν το θυμότανε. Όχι, φυσικά πως η ίδια είχε πολλά περισσότερα για να ζήσει. Ακόμα και το τσιγάρο στα χείλη της είχε μετατραπεί σε ανάγκη, παρά ήτανε πολυτέλεια. Και πράγματι - το πιστεύω - ότι η συντροφιά του τσιγάρου και του ποτού τη γέμιζε παραπάνω από την ψεύτικη συντροφιά του κερδοφόρου και επίπονου σμιξίματος με τους άντρες - πελάτες της.
Όταν το απαίτησε η ηλικία μου η μάνα μου σχολείο δε μ' έστειλε και πώς να το έκανε άλλωστε… Κι όμως, ίσως να ξέρω πράγματα που κι οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι δεν έμαθαν ποτέ τους, όσες μελέτες κι αν έκαναν, όσα βιβλία κι αν άνοιξαν… Να, σχολείο μου υπήρξε η ζωή και βιβλίο μου ο παγωμένος, ρωσικός άνεμος, που χαϊδεύει τα μαλλιά και φέρνει στο νου ταξίδια και εμπειρίες από τα πιο μακρινά μέρη της γης, από τις πιο παλιές εποχές… Αυτός ο άνεμος που σου καθαρίζει το μυαλό και σε λυτρώνει.
Όταν ήμουν δέκα χρονών η μάνα που πιάστηκε θύμα εκμετάλλευσης και έδωσε όλα τα «βρώμικα» χρήματα, που με πόνο σώματος και κυρίως ψυχής είχε μαζώξει, για να έρθει στην χώρα του ονείρου - τουλάχιστον έτσι την ονόμασαν οι επαγγελματίες μηδενιστές της ελπίδας - την Ελλάδα. Θέλοντας και μη, με πήρε μαζί της, κι εμένα με τη σειρά μου, θέλοντας και μη, μου χαράχτηκε στο νου η σκηνή που βρίζοντάς με και δίνοντάς μου ένα δυνατό χαστούκι με έσουρε και με πατίκωσε σα σαρδέλα σ' ένα φορτηγό. Το λοιπόν, μαζί με άλλες εξαθλιωμένες υπάρξεις, αποβράσματα του επίσης εξαθλιωμένου ρωσικού καθεστώτος, κινήσαμε για την δική μας επίγεια κόλαση, την Αθήνα.
Στην Αθήνα η μάνα μου συνέχισε να ασκεί το αρχαιότερο επάγγελμα, την υλοποίηση και εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης οντότητας, την πουτανιά. Εγώ, έχοντας πλέον αρκετά μεγαλώσει, άρχισα να αλητεύω… Τη μάνα μου δεν την πολυένοιαζε τι θα γίνει με μένα, αλλά μάλλον προτιμούσε να μην είμαι πάνω από το κεφάλι της, οπότε με άφηνε να πηγαίνω όπου μου έκανε κέφι. Σχολείο δε με έστειλε ούτε στην Ελλάδα, αντ' αυτού αρκετά συχνά με έβαζε να ζητιανεύω κι έτσι να βγάζω ξεφτιλιζόμενος λίγα ακόμα «βρώμικα» φράγκα. Υπαρξιακές απορίες είχαν αρχίσει να με απασχολούν, αλλά αφού ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε παρέα, ούτε αγάπη είχα, τις έπνιγα στη μοναξιά και στη διαρκή ξεφτίλα…
Μισοζούσαμε και όλα θα συνέχιζαν να κυλούν ήρεμα… Δυστυχώς, όμως, ο χρόνος, ο χειρότερος γιατρός, είχε αρχίσει να αφήνει βαθιές τις χαρακιές του στο σώμα της μάνας μου. Παρατηρώντας το βλέμμα της, θα διέκρινες πιότερο παρά ποτέ την εξάντληση και την πικρία που έκρυβε μέσα του. Οι δουλειές δεν πηγαίνανε καλά και φίδια είχαν αρχίσει να τη ζώνουν. Το λοιπόν, κάποια μέρα έφυγε από το σπίτι βρίζοντάς με και δεν ξαναγύρισε… Έφυγε για τη σκρόφα πατρίδα; Έφυγε για κάποιαν άλλη επουράνια ζωή; Έφυγε απλά για ένα χωματένιο, πεζό μνήμα; Το σίγουρο, πάντως είναι πως έφυγε από κοντά μου. Κι όμως, δεν έκλαψα, μήτε στεναχωρήθηκα. Άλλωστε, κάποιος λυπάται μόνο αν χάσει κάτι που αγαπάει. Γιατί, λοιπόν, εγώ να κλάψω για κάτι που ποτέ μου δεν αγάπησα; Το μόνο πράγμα που με ένωνε κάποια στιγμή μαζί της, ο ομφάλιος λώρος, είχε κοπεί πολύ νωρίς, από τη μέρα που γεννήθηκα…
Πλέον, όντας δεκαπέντε, έπρεπε να κοιτάξω τι θα γίνει με μένα, με την πάρτη μου, κι έχοντας αποφασίσει τι θα κάνω να χαράξω κι εγώ το δρόμο μου. Η ζητιανιά δεν απέδιδε όσα χρειαζόμουν. Τα λεφτά δε μου έφταναν ούτε για να αγοράσω τους μόνους συντρόφους μου, τα τσιγάρα, ώστε να διώχνω στους σχηματισμούς του καπνού ό,τι με έστελνε στην κόλαση. Έτσι, αναγκαστικά στράφηκα στην κλοπή. Τον ήδη βρώμικο νου μου πλημμύρησαν με επιπλέον σκοτάδι τα σχέδια για κλεψιές, ο αγώνας για επιβίωση.
Με ένα λοστό στο χέρι και με τα δόντια σφιγμένα πραγματοποίησα την πρώτη μου ληστεία… Λήστεψα ένα μπακάλικο. Ένας γεράκος στο ταμείο, ζητώντας το έλεος μου, μου έδωσε χωρίς καμιά απολύτως αντίσταση τα λιγοστά κέρδη της ημέρας. Τόσα χρόνια εξέλιξης και ποιο το κέρδος; Καταντήσαμε να ζούμε σαν τα ζώα, ο ένας σε βάρος του αλλουνού. Κι από πάνω, κάποιοι λαόζωντες σωτήρες να μας κοιτάνε να σφαζόμαστε, καθώς μετράν τα πράσινά τους, και να γελούν… Ξεκίνησα, λοιπόν, να τρέχω με όση δύναμη είχα. Τρέχοντας στο δρόμο, χωρίς να βλέπω μπροστά μου, έπεσα πάνω σε ένα μικρό παιδάκι, το κεφάλι του ήτανε ίσαμε τον αφαλό μου. Παραμερίζοντάς το με βιασύνη για να συνεχίσω την κούρσα μου με το χρόνο, παρατήρησα ότι στο αριστερό του χέρι κράταγε ένα καινούριο κινητό τηλέφωνο. Χωρίς δεύτερη σκέψη του το άρπαξα. Ξεκινώντας να τρέχω, αυτή τη φορά γρηγορότερα από πριν, στο απέναντι πεζοδρόμιο πήρε το μάτι μου ένα συνομήλικό μου, δυο κεφάλια ψηλότερο, ξερακιανό, αυτόπτη μάρτυρα της αδικίας που λάμβανε χώρα. Παρόλα αυτά ούτε που κούνησε το μικρό δαχτυλάκι του χεριού του, αλλά συνέχισε να ρουφάει απολαυστικά τον καφέ του, παρατηρώντας, με βλέμμα στοχαστικό, εμένα να απομακρύνομαι και το μικρό να τα έχει κάνει πάνω του από το φόβο… Μια κοινωνία που βούτηξε στην αδικία και βγήκε ταυτισμένη με αυτή. Μια κοινωνία χωρίς συλλογική συνείδηση. Μια κοινωνία που ο καθένας κάνει τη δουλειά του, χωρίς να νοιάζεται για τους υπόλοιπους.
Η μια ληστεία διαδεχόταν την άλλη και όλες χαράζονταν στο νου μου, μία προς μία, με άριστη ταξινόμηση. Ξεχνιέται μαθές το άδικο; Δεν ξεχνιέται… Όμως, οι άσχημες εκπλήξεις δεν είχαν τελειωμό για μένα. Εκείνο τον καιρό με πλησίασε μια παρέα το ίδιο σκοτεινή με το εμπόρευμά της… Ακολούθησαν μαύρες μέρες βουτηγμένες στην άσπρη σκόνη. Τότε άρχισα να νοιώθω τα λεφτά πιο αναγκαία από κάθε άλλη φορά. Κλέψιμο, άσπρη σκόνη, κλέψιμο, άσπρη σκόνη, και ξανά μανά κλέψιμο και άσπρη σκόνη… Αυτό το δίπτυχο ήτανε πια που όριζε την κρεμάμενη από μια λεπτή, άσπρη κλωστή ζωή μου. - Φχαριστήθηκες ψυχή μου; Φχαριστήθηκες κορμί μου; Θέλεις κι άλλο; - Κι άλλο, κι άλλο, απάνταγε ολόκληρος ο άνθρωπος· ΚΙ ΑΛΛΟ, φώναζε αυτή τη φορά σύσσωμος και σύψυχος ο μέσα μου διάολος. Και ο σαλεμένος νους συνέχιζε να δίνει εντολή στ' αδύναμα πόδια να βαδίζουν προς το γκρεμνό. Πέντε βήματα μπροστά. Κι άλλο μπροστά. Μπράβο… Συνέχισε… Δώσ' του και μήτε το κεφάλι να γυρίσεις πίσω.
Έτσι, έφτασα στο σημείο που βρίσκομαι τώρα. Δεκάξι χρονών γάιδαρος, έχοντας συλληφθεί και αυτή τη στιγμή, στην ανακριτική διαδικασία, να προσπαθώ να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα, με τα σπαστά ελληνικά μου, χωρίς συνήγορο υπεράσπισης, απέναντι σ' έναν καρπό της αναξιότητας για ελευθερία του ανθρώπου, σε ένα δικαστή. Οι κατηγορίες για μικροκλοπές πάμπολλες. Το μόνο που δε με κατηγόρησαν ήταν για χρήση ναρκωτικών. Δεν με είχαν πιάσει, βλέπεις, με δόση πάνω μου… Αλλά και με δόση να με είχαν πιάσει, πιστεύω ότι δε θα τους πολυένοιαζε. Το λοιπόν, έχοντας αρχίσει να αισθάνομαι την απουσία της άσπρης σκόνης, άκουγα σιωπηρά τις κατηγορίες.
- Κατηγορούμενε τώρα μπορείς να απολογηθείς. είπε ο δικαστής μόλις τέλειωσε την ανάγνωση του κατηγορητηρίου, μα εγώ σιωπούσα. Την κατάληξη άλλωστε την ήξερα. Τι πρόκειται να άλλαζε αν μιλούσα; Το θέατρο του παραλόγου…
- Ουκ, ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι; ούρλιαξε αυτή τη φορά ο δικαστής. Τα δέχεσαι όλα ή τα αρνείσαι;
- Τα ντέχομαι όλα. Ντεν αρνούμαι τίποτα. απάντησα χωρίς κανένα φόβο και πάθος. Όχι. Μπορεί να έχασα την αξιοπρέπειά μου, μπορεί να άφησα να την πατήσουν κάποιοι έμποροι ναρκωτικών, μπορεί να την παράτησα σε κάποιο από τα ταμεία που άδειασα, αλλά όχι, αυτό ποτέ. Να πω ψέματα; Να γίνω σαν κι αυτούς τους γραβατωμένους καραγκιόζηδες; Όχι, αυτό ποτέ!
- Ωραία, λοιπόν… σιγομουρμούρισε θριαμβευτικά ο δικαστής και κάτω από το μουστάκι του γελούσε ευχαριστημένος που ξεδιάλυνε κι αυτή την υπόθεση. Πολύ ωραία! Και γιατί τα έκανες αυτά; Δε θα προσπαθήσεις να αλαφρώσεις τη θέση σου;
Εγώ, πάλι, μη θέλοντας να προσθέσω κάτι, μήτε να πιάσω κουβέντα, έκλεισα τα μάτια κι άρχισα τα ταξίδια. Ταξίδια όχι λευκά, μα κόκκινα, στις ματωμένες θάλασσες του Αιγαίου. Εδώ Ελλάδα, εδώ Τουρκία, πιο πάνω Βουλγαρία… Πήραμε μολύβια και χαρτιά, χωρίσαμε τη γης και κλειστήκαμε σαν τα ζώα στα κλουβιά μας. Ρε, μερμήγκια είμαστε. Μέρμηγκες που ονειρευόμαστε κάτω από τον ίδιο ουρανό. Ένας ήλιος μας ενώνει το πρωί, ένας Αποσπερίτης το δειλινό και μια σελήνη το βράδυ. Κι όμως… Σήκωσαν χέρια τα αδέρφια μεταξύ τους και σκοτώθηκαν για μερικές οργιές γης, για μερικές γραμμές στο χάρτη. Πατρίδα, τι σιχαμένη λέξη…
Το ταξίδι μου έκοψε απότομα η δυνατή φωνή του δικαστή:
- Κύριε Γεωργίεφ Πετράνοφ καταδικάζεστε σε προφυλάκιση ενός χρόνου, όταν και θα τελεστεί η δίκη σας.
Τότε το χέρι του αστυνομικού, που στεκόταν από πάνω μου, άγρυπνος φρουρός, σε περίπτωση που προσπαθούσα να το σκάσω, με άρπαξε από τον ώμο και με οδήγησε έξω από την αίθουσα στο περιπολικό που με είχε φέρει. Η διαδικασία της ανάκρισης είχε τελειώσει κι εγώ συναισθανόμενος ότι με πάνε στη μελλοντική μου κατοικία, ένοιωσα ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να με διαπερνά και να μου καίει τα σωθικά.
Το περιπολικό μας άφησε έξω από μια μεγάλη σιδερένια πόρτα, τριγυρισμένη από πανύψηλους τοίχους, με πλέγματα σιδερένια στο πάνω μέρος τους, με οπλισμένους φύλακες σε κουβούκλια να αγναντεύουν μέσα κι έξω από τον διαχωριστικό τοίχο της ζωής και του θανάτου, τη φυλακή του σώματος, μιας και το νου μας ακόμα δεν έχουν καταφέρει να τον μαντρώσουν. Προ ολίγου, μόλις μπήκα στο περιπολικό, ο ένας αστυνομικός πήρε κάποιον τηλέφωνο και μόλις το έκλεισε, με ένα γέλιο ειρωνικό και όλο νόημα, σιγοψιθύρισε στον έτερο, που με είχε οδηγήσει από την αίθουσα του δικαστηρίου στο αμάξι: «οι φυλακές ανηλίκων είναι τιγκαρισμένες. Ο φίλος μας είναι εξαιρετικά τυχερός…» Και να 'μαι τώρα να διαβαίνω την πόρτα μιας φυλακής ενηλίκων. Ο αστυνομικός ανέφερε το όνομά μου στο φύλακα που μας άνοιξε, αυτός επικοινώνησε με το γραφείο της φυλακής και πιάνοντάς με σφιχτά από το μπράτσο, του έγνεψε ότι μπορεί να πηγαίνει καλιά του.
Σε λίγο βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς παράθυρα, χωρίς φως και κυρίως χωρίς φως στη ζωή… "Τουαλέτα δεν υπάρχει. Την ανάγκη σου θα την κάνεις μέσα στο κελί. Για φαγητό μην αγχώνεσαι. Θα έρχεται όταν είναι η ώρα. Τώρα πότε θα είναι η ώρα;", αποκρίθηκε γελώντας ο φύλακας κι έφυγε. Πήγα και κάθισα στην τάβλα που υπήρχε. Γυρνώντας το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά, ρίχνοντας αναγνωριστικές ματιές στο χώρο, με τρόμο συνειδητοποίησα ότι στο κελί δεν ήμουν μόνος. Υπήρχε ένας ακόμη φυλακισμένος, μάλλον Έλληνας, γύρω στα τριάντα με τριανταπέντε. Με κοίταγε γελώντας ευχαριστημένος.
- Καλημέρα. είπε και τα μάτια του γυάλισαν.
- Καλημέρα, απάντησα· γκια πες μου όνομά σου.
- Μη σε νοιάζει. απάντησε απότομα.
- Μα αφού θα μένουμε μαζί, να ξέρει ένας όνομα άλλου… αποκρίθηκα ντροπαλά και συνάμα τρομαγμένα.
- Μη σε νοιάζει. Να ξέρεις μόνο ότι θα περάσουμε καλά οι δυο μας… είπε ξαπλώνοντας στην τάβλα του και κλείνοντας τα μάτια του επανέλαβε: «Θα περάσουμε πολύ καλά…»
«Θα κοιμήθηκε», σκέφτηκα και αργά σηκώθηκα να ερευνήσω το μικροσκοπικό κελί, ώστε να μάθω καλύτερα τη νέα μου κατοικία. Το πάτωμα ήταν από μισοχαλασμένα, άθλια πλακάκια, ενώ στην άκρη υπήρχαν τα περιττώματα του συγκάτοικού μου. Τη μυρωδιά αν και ήταν άθλια - την συνέθεταν αναμεμιγμένες οσμές ούρων, περιττωμάτων και μούχλας - όσο πέρναγε η ώρα είχα αρχίσει να τη συνηθίζω. Άλλωστε, όλα μια συνήθεια είναι… «Ένας χρόνος προφυλάκισης είναι, θα περάσει. Και μετά βλέπουμε…», σκέφτηκα και άρχισα να μετράω χρόνια αργά στα δάχτυλά μου. Λίγα μαθηματικά τα ήξερα, μιας και μου τα είχε διδάξει η ζωή. Ξανακάθισα στην τάβλα μου. «Ένας χρόνος προφυλάκισης είναι, θα περάσει. Και μετά βλέπουμε…», σιγομουρμούρισα και αυτή τη φορά άρχισε να με πνίγει η απελπισία. Το ήξερα πως δε θα άντεχα, ναι το ήξερα. Το αίμα μου είχε αρχίσει να νοιώθει όλο και πιο έντονα την απουσία της άσπρης σκόνης και πλέον εναγωνίως την αναζητούσε. Όμως, άλλο ήταν εκείνο που με τρόμαζε παραπάνω. Βλέπεις, ο θάνατος έτσι ή αλλιώς είναι θεριό που αργά ή γρήγορα όλους θα τους κατασπαράξει. Τρόμαζα, όμως, στη σκέψη και μόνο πως ο θάνατος μου στις φυλακές θα αποτελούσε μια ακόμη «πνιγμένη» είδηση από δημοσιογράφους, πολιτεία και κοινωνία, ώστε όλοι τους να στρουθοκαμηλίσουν, κρύβοντας τη γύμνια τους πίσω από ένα διαφανές φάδι, την υποκρισία της άγνοιας. Με αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος.
Δυο μέρες στη φυλακή πέρασαν. Πώς πέρασαν ούτε κι εγώ το ξέρω. Ο συγκάτοικος μου σιωπούσε. Απλά με κοίταγε και γέλαγε ευχαριστημένος. Ο αέρας, που σκόρπιζε τη μοναξιά και τη θλίψη, και η έλλειψη της άσπρης σκόνης είχαν αρχίσει να με τρελαίνουν. Το σώμα μου πόναγε, αλλά δε μίλαγα. Το ήξερα πως δε θα άντεχα, ναι το ήξερα. Σήμερα, μετά το βραδινό, ένοιωθα το κεφάλι μου ασυνήθιστα ζεστό και θέλοντας να αναπαυτώ στην ομορφιά του ονείρου, έπεσα κατευθείαν για ύπνο…
Ξύπνησα μέσα στο βράδυ έχοντας ανεβάσει απίστευτα υψηλό πυρετό. Αισθανόμουν το σώμα μου να καίγεται, ενώ τα μάτια μου είχαν θολώσει και το μόνο που έβλεπα ήταν σκιές. Ο οργανισμός μου είχε πια τυφλωθεί οριστικά από την έλλειψη της άσπρης σκόνης. Προσπάθησα να επανακτήσω την επικοινωνία μου με το περιβάλλον, αλλά μάταια. Η αρρώστια και η ανάγκη, που έγιναν εγώ, δε με άφηναν. Ξαφνικά, ένοιωσα ένα χέρι να απλώνεται και να μου κλείνει το στόμα. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα: «πραγματικότητα ή ένα ακόμη, το τελευταίο, παιχνίδι της άσπρης σκόνης;» Δυστυχώς, πραγματικότητα. Ο συγκάτοικός μου στο κελί, λιγωμένος από την έλλειψη σαρκικής ηδονής, είχε αποφασίσει να με βιάσει. Με φίμωσε κι ενώ εγώ δε μπορούσα να αντιδράσω, εκείνος άρχισε να ρουφάει αχόρταγα την ηδονή της σάρκας. Όχι, δε μπορούσα να αντιδράσω. Απλά, κοίταγα σιωπηρά τα τελευταία κομμάτια του παζλ της ζωής μου να τοποθετούνται στη θέση τους.
Θεέ των χριστιανών, που τάχατες υπάρχεις, σταμάτα - σε παρακαλώ - να με περιφρονάς και να γελάς από ψηλά. Παράτα για λίγο τον ουράνιο θρόνο σου κι έλα κοντά μου. Έλα και φέρε μαζί σου λίγη από την άσπρη σκόνη. Έλα και κάτσε σιμά μου να απολαύσουμε μαζί την ομορφιά και την ψευτιά της ζάλης της. Ίσως τότε να νοιώσεις και συ λίγο ανθρωπινά και νοιώσεις σαν εμένα τον κακόμοιρο… Ίσως τότε να νοιώσεις εμένα τον κακόμοιρο. Έλα, τάχατες μακρόθυμε, και φέρε μαζί και το σφουγγάρι σου… Έλα, τάχατες συγχωρητικέ, και αφού με νοιώσεις, βούτα το στο νερό και σβήσε τα αμαρτήματά μου. Μα ξέχασα… Θες να τα ξομολογηθώ σ' έναν από τους γενειοφόρους μασκαράδες σου, αλλιώς δε συχωρνάς…
Αργά… Πολύ αργά… Τίποτα πια δε με σώνει…
...Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια...