Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Το παγκακι

Με μια πρώτη ματιά θα έλεγες πως ήταν ένα κοινό παγκάκι, όπως όλα τα άλλα, από αυτά που προσπερνάς βιαστικά και δεν κάνεις τον κόπο ούτε το κεφάλι να γυρίσεις. Στην πλάτη του υπήρχε ζωγραφισμένο το σύνθημα: «γλύψε παγωτό, κι όχι αφεντικό», έχοντας για υπογραφή ένα κατακόκκινο, κεφαλαίο άλφα, το σύμβολο της αναρχίας. Στο κάτω μέρος του ξύλου υπήρχαν κολλημένες τσίχλες, που είχαν μείνει εκεί για χρόνια και είχαν γίνει ένα με το ξύλο, ώστε να μην είναι καθόλου εύκολος ο καθαρισμός τους. Το τσιμέντο στο οποίο ήταν ακουμπισμένο είχε εμφανίσει ραγισματιές, ενώ με τον καιρό η σκουριά είχε στάξει στα σημεία όπου το ξύλο ενωνόταν με το σίδερο. Θαρρείς, μάλιστα, πως η σκουριά είχε πάρει το σχήμα των σταγόνων της βροχής, έχοντας ποτίσει στάλες στάλες το μισοσαπισμένο ξύλο, δίνοντάς του μια σπάνια ομορφιά και μια ποιητικότητα ολωσδιόλου απροσδόκητη! Βέβαια, καθώς είναι φυσικό, οι άνθρωποι δεν το προτιμούσαν… Σαθρό, λερωμένο, με βίδες να λείπουν Έτσι κι αυτό, είχε απομείνει θεατής του πάρκου, να παίζει κρυφτό με τα δέντρα και τα λουλούδια, να παρατηρεί τα αδέσποτα που ξάπλωναν πλάι του, αλλά και να συνομιλεί με τα παιδάκια που ξέφευγαν από την επιτήρηση των γονιών τους και το πλησίαζαν.

Όλα αυτά, βέβαια, είναι πρόχειρα συμπεράσματα που βγαίνουν με μια ματιά, διότι αυτό το παγκάκι ήταν κάτι πολύ περισσότερο… Ήταν ο ήχος του πρώτου δειλού και παράνομου φιλιού στο απόλυτο σκοτάδι, ήταν εκείνος ο έρωτας, το ζευγαράκι που είχε σμίξει και χωρίσει σε αυτό. Και σήμερα που είχε συμβεί το ανέλπιστο -να νιώσει ξανά τη ζεστασιά ανθρώπινου αγγίγματος, μιας γυναικείας ύπαρξης που ρέμβαζε καθισμένη, χαϊδεύοντας απαλά την άκρη του μεταλλικού του χερουλιού- έμοιαζε σαν το παγκάκι να είχε ξαναγίνει, έστω και για λίγο, αυτό που πραγματικά ήταν…

Μετατράπηκε, λοιπόν, και πάλι σ’ εκείνο το νεαρό αγόρι με τα μεγάλα μάτια και τα σφριγηλά μπράτσα, καθώς κι εκείνο το κορίτσι με τα στητά κι αγριεμένα στήθια, που χόρευαν σε ξέφρενους ρυθμούς μέσα στο μακό μπλουζάκι, έτσι που νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή το μπλουζάκι θα σκιζόταν και τα στήθια της θα ξεχύνονταν έξω ορμητικά. Και το παγκάκι ήταν πια εκείνος ο έρωτας και εκείνος ο έρωτας θα έλεγες πως γεννήθηκε και σφραγίστηκε σ’ εκείνο το παγκάκι, με εκείνη την αιμάσσουσα καρδιά, που προδόθηκε, και το βέλος που τη διαπερνούσε, καθώς και τα χαραγμένα αρχικά τους, δίπλα στην καρδιά και κοντά κοντά το ένα στο άλλο, έτσι που το ένα να συμπληρώνει το άλλο. Και θα έλεγες πως το παγκάκι ήταν τόσο στενά συνδεδεμένο μ’ εκείνο τον έρωτα που όταν αυτός πέθανε, πέθανε κι αυτό. Πέθανε κι αυτό εκείνο το βράδυ που έβρεχε, τότε που το σκουριασμένο μέταλλο άφησε τα πρώτα του στίγματα στο ξύλο, τότε που τα δυο νεανικά κορμιά σμίξανε για στερνή φορά, ώστε να επιβεβαιώσουν το χωρισμό και να τραβήξουν για νέες Ιθάκες.

Αυτό το παγκάκι, δηλαδής, ήταν μια ιστορία ολάκερη, καθόλου ασήμαντο, μα και τόσο σημαντικό ώστε να μην καταδέχεσαι να του ρίξεις ούτε μια ματιά, καθώς το προσπέρνας με βιασύνη, αγχωμένος να προφτάσεις τους ρυθμούς της πόλης. Κι όλοι αδιαφορούσαν πλήρως για το τι πραγματικά ήταν αυτό το παγκάκι και για την ιστορία που αυτό έκρυβε και το μόνο που περίμεναν ήταν να προκόψει το συνεργείο του δήμου και να φροντίσει για την αντικατάστασή του από κάποιο καινούργιο, ομορφότερο, μα και με χρηστική αξία, ώστε να μπορούν να σωριάζουν το κορμί τους και να ξεκουράζονται.

Κι εντωμεταξύ, η γυναικεία ύπαρξη συνέχιζε να κάθεται σε αυτό το σπάνια όμορφο, μα και απροσδόκητα ποιητικό παγκάκι, χαζεύοντας το άπειρο, σκαλίζοντας το παρελθόν, ζώντας το τώρα, αγναντεύοντας το μέλλον… Σπάνιες στιγμές ηρεμίας στην οχλοβοή της πόλης, με γυναίκα και παγκάκι να παίζουν κρυφτό με τα δέντρα και τα λουλούδια και να παρατηρούν τα αδέσποτα που ξάπλωναν πλάι τους… Όμως, αυτή τη φορά, μαζί με τα παιδάκια που ξέφευγαν από την επιτήρηση των γονιών τους, το παγκάκι άρχισε να πλησιάζει κι ένας αντρικός ίσκιος που ξάφνου πρόβαλε στο πάρκο. Και ο ίσκιος ολοένα και σίμωνε με το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω, να συνοδεύει την κίνηση των ποδιών, αλλά και να προσδίδει στο περπάτημα μια ανεπαίσθητη νευρικότητα Κι όταν πλησίασε αρκετά, σταμάτησε απότομα, σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του ανάμεσα στα δυο γυναικεία μάτια.

Εκείνη, που τον παρακολουθούσε από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, μόλις αντίκρισε τα μάτια του κοκάλωσε. Αυθόρμητα τα χέρια της με μια αστραπιαία κίνηση υψώθηκαν μπροστά στο πρόσωπό της και κάλυψαν την περιοχή κάτω απ’ τα μάτια, για να προλάβουν τα δάκρυα και να κρύψουν το στόμα, που είχε απομείνει ορθάνοιχτο. Όμως, ένα δάκρυ που κύλησε αστραπιαία, πρόφτασε την κίνηση των χεριών και κάνοντας αρκετές στροφές γύρω από τον εαυτό του, άλλαξε ποικίλα ελλειψοειδή σχήματα και προσγειώθηκε στο μισοσαπισμένο ξύλο.

Ξεπερνώντας την αμηχανία των πρώτων δευτερολέπτων, η γυναίκα σηκώθηκε και τρέχοντας πέρασε δίπλα του, τον προσπέρασε -μην καταφέρνοντας να τον ξεπεράσει- και άρχισε να απομακρύνεται, χωρίς να γυρίσει ούτε στιγμή το κεφάλι της να τον ξαναντικρίσει. Κι οι περαστικοί σταμάτησαν για λίγο να κυνηγούν τους ρυθμούς της πόλης κι έμειναν απορημένοι να κοιτάζουν πότε τη γυναίκα που έφευγε κλαίγοντας και πότε το αδειανό παγκάκι, μα δεν μπόρεσαν να δουν τον αντρικό ίσκιο που απέμεινε να στέκει ασάλευτος στη θέση του Κι ένα παιδί, που βρισκόταν στο πάρκο κι έπαιζε ποδόσφαιρο, τρέχοντας να πιάσει τη μπάλα, χωρίς να τον προσέξει, πέρασε από μέσα του και τον έκοψε στα δυο, ενώ απέμεινε ένα δάκρυ στο παγκάκι, μια αλμυρή κηλίδα, ως μόνη απόδειξη της παρουσίας του, απόδειξη που κανένας δεν έλαβε σοβαρά υπ' όψιν…

Την επόμενη μέρα, το συνεργείο του δήμου επιτέλους αντικατέστησε το παγκάκι και στη θέση του έβαλε ένα καινούριο, ομορφότερο, μα και με χρηστική αξία, που οι ψηφοφόροι θα μπορούσαν να σωριάσουν το κορμί τους και να ξεκουραστούν. Κοντολογίς, ένα κοινό, καινό, κενό παγκάκι…


...Χαραγμένη καρδιά στο παγκάκι, που μετά την προδώσαν...

Δεν υπάρχουν σχόλια: