Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Άλλη μια καινούρια ζάλη

«Η καρδιά μου γίνεται ολοένα και πιο αδύναμη. Κάθε μέρα χάνει και από έναν χτύπο. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζω να γράφω. Γράφω για να κερδίσω τη ζωή που έχασα... Βλέπεις η άσπρη σκόνη δε γίνεται η ζωή σου, αλλά αναπληρώνει τη ζωή σου. Γι’ αυτό γράφω, για να ξεγελάω τον εαυτό μου ότι ακόμα ζω. Κάθομαι και σκέφτομαι τα αγνά παιδικά μου χρόνια. Τότε που οι μέρες φάνταζαν μεγάλες και κύλαγαν αργά. Τότε που κάθε σχολική χρονιά ήτανε μια ζωή ολάκερη. Τότε που έβλεπες έναν μεγάλο μπαμπά και μια μεγάλη μαμά. Τότε που ο κόσμος φάνταζε τεράστιος και εξιδανικευμένος. Αλλά την αγνή ομορφιά των εικόνων που ο παιδικός νους είχε σχηματίσει ήρθε να τη ρημάξει το σιχτίρισμα και ο κυνισμός της εφηβείας. Όλα τότε μίκρυναν. Τα πάντα έχασαν τη σημαντικότητά τους στα μάτια μου. Τα πάντα; Ναι, τα πάντα. Μέχρι και οι ακλόνητες αξίες που με τόσο κόπο είχαν εμφυσήσει στο είναι μου οι γονείς μου. Μέχρι και αυτές χάθηκαν… Και τις μαύρες εκείνες μέρες ήρθε να τις λευκάνει η άσπρη σκόνη. Ήρθε να με βοηθήσει να νικήσω τους φόβους μου, να λύσω τα …«άλυτα» προβλήματά μου. Τελικά νικήθηκα από τους φόβους μου, τελικά δημιούργησα μόνος μου άλυτα προβλήματα… Ο χρόνος σταμάτησε. Σταμάτησε; Όχι, το αντίθετο… Άρχισε να κυλάει γρήγορα, πολύ γρήγορα. Κάποτε σκεφτόμουν τι είναι το πιο γρήγορο πράγμα στο κόσμο. Τότε δεν ήξερα, τώρα όμως μπορώ να το πω με βεβαιότητα: η ζωή… «Η ζωή τρέχει μ' έτη φωτός, ο καιρός δεν την τρομάζει, προχωρεί και γι' αγάπες παλιές, ούτε που το κουβεντιάζει». Έτσι έγινε… Η ζωή μου πέρασε, αλάργεψε και χάθηκε. Όμως όχι, η ζωή νοιάζεται για τις αγάπες, εγώ δε νοιάστηκα. Γιατί; Γιατί αγάπη είναι να δίνεις και όχι να παίρνεις και εγώ πια δεν έχω τίποτα να δώσω. Δεν μπορώ να αγαπήσω. Δεν αγαπάω ούτε καν τον εαυτό μου. Τον παρέδωσα στο θάνατο και αυτό ποτέ δε θα μου το συγχωρέσει…»

Δίπλωσα το μπακαλόχαρτο στο οποίο έγραφα και βιαστικά σηκώθηκα να πάω στην Ομόνοια. Έπρεπε πάση θυσία να εξασφαλίσω και σήμερα τη δόση μου. Θα ζητιάνευα, θα έκλεβα, θα έβρισκα κάποιον πούστη να του δοθώ…, για μένα πλέον δεν είχε σημασία. Είμαι ένας νεκρός μέσα σε μια ζωντανή σάρκα. Το μόνο που απομένει είναι να πεθάνει κι αυτή… Τι τυχεροί, αλήθεια, οι νεκροί που όταν πεθάνουν τους θάβουν και αναπαύονται… Εμένα με έχουν εγκλωβίσει σε μια σάρκα που ζει και αναπνέει μόνο και μόνο για να παίρνει τη δόση της. Πότε θα με θάψουν; Πότε θα αναπαυτώ κι εγώ;

Η κατάσταση μου είναι κάτι παραπάνω από λυπηρή. Όλη μου τη ζωή την έχασα σε μια στιγμή, όλη μου η ζωή ήταν μια στιγμή. Και η κοινωνία, η ίδια που συνεπικούρησε στο σμπρώξιμο μου σ’ αυτήν την κινούμενη άμμο, αμετανόητη και το ίδιο σκληρή τώρα με σμπρώχνει ακόμα πιο πολύ ώστε να βυθίζομαι όλο και πιο βαθειά, ολοένα και πιο βασανιστικά. Παρατώντας με σε ένα βρωμερό σοκάκι της Ομόνοιας μου πατάει την αξιοπρέπεια, μου μπήγει το μαχαίρι, με περιγελάει ή ακόμα χειρότερα κάνει πως με αγνοεί. Κι ο ποιητής έρχεται και λέει: «Ποτέ σου μην τους πεις, τι άσχημοι που μοιάζουν, αυτοί που σε σιχαίνονται, μα στέκουν και κοιτάζουν». Ακόμα όμως και να ήθελα να φωνάξω, να ουρλιάξω αυτό που εδώ και καιρό γαλουχώ μέσα μου για όλους αυτούς δεν έχω τη δύναμη…

Αχ, Ελλάδα που πληγώνεις τα παιδιά σου. Εσύ η ίδια τους οπλίζεις το χέρι με την πέτρα, με το καδρόνι, εσύ η ίδια τα μαθαίνεις να κλέβουν, εσύ η ίδια τα κερνάς ναρκωτικά και ύστερα δεν τα αναγνωρίζεις. Όχι, δεν είμαι γιος επιχειρηματία, όχι δεν έχω πρόσβαση στο κεφάλαιο, όχι δεν είμαι υπουργός ούτε βουλευτής, όχι δε με λένε Καραμανλή, Παπανδρέου ή Μητσοτάκη, όχι δεν έχω κανένα δικαίωμα στη ζωή...

Στο δρόμο προς Ομόνοια πήγαινα τρεκλίζοντας. Μια γριά με έβρισε, ένας έφηβος μόλις με είδε πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, για να συνεχίσει το δρόμο του, ένα παιδάκι με έδειξε σους γονείς του. «Τι έχει ο κύριος;», τους ρώτησε φωναχτά και τα γουρλωμένα ματάκια του καθρέφτιζαν μέσα τους την περιέργεια. Οι γονείς του του γνέψανε να σωπάσει και πέρασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν δίπλα μου. Μου ‘ρθε να βουρκώσω, αλλά δεν είχα την δύναμη. Συνέχισα το δρόμο μου προς την Ομόνοια. Δεν ήταν μακριά, αλλά όταν είσαι ανάπηρος, είτε πνευματικά είτε σωματικά, ακόμα και η διαδρομή κρεβατοκάμαρα τουαλέτα μετατρέπεται σε βασανιστήριο.

Όταν έφτασα στην Ομόνοια πήγα και σωριάστηκα στο σοκάκι που κάθομαι πάντα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και με πλησίασε ένα απόβρασμα της τάσης των καιρών, ένας emo. «Φίλε σε βλέπω δυστυχισμένο», μου είπε και η λέξη φίλος βγήκε σαν εμετός από το στόμα του. «Τι θα έλεγες, λοιπόν, να σε παρηγορήσω για τριάντα ευρώ». Με κοίταγε γελώντας εμφανώς περιφρονητικά και ειρωνικά. Εγώ έγνεψα καταφατικά, σηκώθηκα και τον ακολούθησα. Και σήμερα η πόρτα για τον πιο ψεύτικο παράδεισο είχε ανοίξει… Η πόρτα για την πιο αληθινή κόλαση…

Π.Κ.

... Πες μου ποιος φόβος σε νίκησε πάλι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: