Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008
να θυμασαι
Για να θυμάσαι πως περνούσαμε στο σπίτι μου σε σένα
Θυμάσαι πως γνωριστήκαμε για πρώτη φορά
Ήταν στο πανεπιστήμιο αν θυμάμαι καλά
Τα προβλήματά μας με gangsterιλίκια και πιστόλια
Συμμορίες, δολοφονίες άγρια νύχτα και άλλα λόγια
Ίσως πρώτα να φοβήθηκες γιατί ήμουν ότι να’ ναι
Είσαι όμως μεγαλόσωμος γι’ αυτό φοβάμαι
Θυμάσαι πρώτες συζητήσεις κάθε βράδι στο δρόμο
Για τον καπιταλισμό την χιπχοπ και όχι μόνο
Θυμάσαι ήμασταν μαζί με τον Ντενί διαστρική
Του έκανα σκίτσα και αυτός γούσταρε πολύ
Με πήγες στο «από κοινού» τότε στις αρχές
Και μου γνώρισες όλα τα άτομα που ήξερες
Θυμάσαι ερχόσουν βράδια σπίτι μου και μου μιλούσες
Για πολιτικά πράγματα που εσύ μισούσες
Θυμάσαι που δε γούσταρα ποτέ πολιτικούς
Αλλά στα πρώτα τα κομμάτια μου υποστήριζα αυτούς
Θυμάσαι πρώτη ηχογράφηση που έκανες σπίτι μου
Πήρες μικρόφωνο και έλεγες για την πάρτη μου
«όταν κουβαλάς επάνω σου αρχίδια»
Είναι γιατί έχεις μάθει τη ζωή από μικρός
Και δεν σε αγγίζει μάγκα μου κανένα κακό
Ήσουν γύρω στα 20 και εγώ 18
Γι’ αυτό και με κοιτούσες σαν μικρό σου αδερφό
Και οι 2 μες’ στα προβλήματα φτώχεια και δυστυχία
Γι’ αυτό και έχουμε κοινά πιστεύω
Αυτό είναι μια αλήθεια
Ηχητικά σου ντοκουμέντα έχω κρατημένα
Για τις δύσκολες ώρες για να θυμάμαι εσένα
«το επόμενο ηχητικό ντοκουμέντο
Είναι καταρχάς παράνομο»
2ο έτος πανεπιστήμιο κάνουμε συνάντηση
Για να μπούμε στο πανεπιστήμιο για κατάληψη
Εκεί άρχισαν να φαίνονται και τα προβλήματα
Όταν παίζαμε hitman στο σπίτι μου μεσάνυχτα
Τώρα πήρες πτυχίο και αυτά μας έμειναν πίσω
Αλλά θέλω μια μεγάλη χάρη να σου ζητήσω
Να μην αλλάξεις ποτέ και να μείνεις όπως έχει
Γιατί οι καθηγητές σου οι ναρίτες
Θέλουν να σ’ αλλάξουν σκέψη
Έρχονται τα λόγια που είχες πει
Να πας στρατό να κάνεις οικογένεια και ένα παιδί
Μη συμβιβάζεσαι με τίποτα να μείνεις δυνατός
Γιατί είσαι ο μόνος που μπορεί να καταφέρει μοναχός
Αυτές οι λίγες εικόνες από μένα για να θυμάσαι
Τώρα που θα φύγεις και εμένα
Και τώρα που τελειώνω κάτι ακόμα να σου πω
Ο Μαρξ ήταν μαλάκας γιατί ανέθεσε
Το σωτήριο καθήκον μόνο σε μια τάξη
Ενώ είναι καθήκον όλων μας
Ο κόσμος να αλλάξει
ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΤΙ
Για κάθε άνθρωπο που γίνετε η λεία
Για κάθε πόλεμο πολιτικού χωρίς ουσία
Για κάθε ιστορικό που νόθευσε την ιστορία
Για κάθε επαναστάτη που κατέληξε ρουφιάνος
Για κάθε επανάσταση που έγινε για άλλους
Για κάθε νόμο που έγινε εις βάρος του πολίτη
Για κάθε εξακρίβωση που γίνετε στο σπίτι
Για κάθε μπάτσο που πουλάει κοκαΐνη
Για κάθε 20χρονο που παίρνει ηρωίνη
Για κάθε εκπαιδευτικό που είναι στα σχολεία
Για κάθε φασισμό που πέρασε στην ιστορία
Για κάθε άνθρωπο που έφτυσε δικό του αίμα
Για κάθε ελευθερία που δεν ήρθε σε κανένα
Για κάθε εργάτη που έγινε θύμα για Ολυμπιάδα
Για κάθε μετανάστη που έχει φτάσει στην Ελλάδα
Για κάθε βόμβα των κωλοαμερικάνων
Για κάθε τι που έγινε εις βάρος πόσων άλλων
Για κάθε μάνα που έχασε το παιδί της
Για κάθε δικαστήριο που λέει θύμα και θήτης
Για κάθε εξουσία που ασκείτε με τη βία
Για κάθε βία που ασκείτε στα σχολεία
Για κάθε βρώμα που υπάρχει στα νοσοκομεία
Για κάθε δικαστή που δικάζει με μανία
Για κάθε αφεντικό που αποκληρώνει μετανάστες
Για κάθε αφεντικό που έχει αλλάξει χίλιες φάτσες
Για κάθε πρυτανεία που υπάρχει στην Παιδεία
Για κάθε Πρύτανη που τα αρπάζει με την μία
Για κάθε φασιστόμουτρο που θέλει εξουσία
Για κάθε αντινομάρχη που έχει φάει περιουσία
Για κάθε αριστερό που το παίζει επαναστάτης
Για κάθε δεξιό που το παίζει δημοκράτης
Για κάθε ναζιστή που έχει σκοτώσει αθώα ψυχή
Για κάθε άνθρωπο που κλείστηκε στην φυλακή
Για κάθε γιατρό που ζητάει φακελάκια
Για κάθε μεταμόσχευση από μικρά παιδάκια
Για όλες τις κομπίνες στα νοσοκομεία
Για όλες τις κομπίνες μέσα στα Δημαρχεία
Για όλες τις κομπίνες μέσα στα σχολεία
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008
Η ελπιδα πισω απ'τα καγκελα αργοπεθαινει
Με λένε Γεωργίεφ Πετράνοφ και είμαι δεκαέξι χρονών. Γεννήθηκα στη Ρωσία από μια πόρνη, τη Μανάνα, ενώ τον πατέρα μου, κάποιον από τους πελάτες της, δεν τον γνώρισα ποτέ. Από μικρός συνήθισα στην πείνα και στην εικόνα μιας μεθυσμένης μάνας να υποδέχεται στο σπίτι λογής λογής άντρες, μιας μάνας που ποτέ δε μ' αγάπησε. Πάμπολλες φορές είχε καταραστεί την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκα, ενώ για φαγητό δε μου έδινε παρά ένα κομμάτι ψωμί τη μέρα, κι αυτό αν το θυμότανε. Όχι, φυσικά πως η ίδια είχε πολλά περισσότερα για να ζήσει. Ακόμα και το τσιγάρο στα χείλη της είχε μετατραπεί σε ανάγκη, παρά ήτανε πολυτέλεια. Και πράγματι - το πιστεύω - ότι η συντροφιά του τσιγάρου και του ποτού τη γέμιζε παραπάνω από την ψεύτικη συντροφιά του κερδοφόρου και επίπονου σμιξίματος με τους άντρες - πελάτες της.
Όταν το απαίτησε η ηλικία μου η μάνα μου σχολείο δε μ' έστειλε και πώς να το έκανε άλλωστε… Κι όμως, ίσως να ξέρω πράγματα που κι οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι δεν έμαθαν ποτέ τους, όσες μελέτες κι αν έκαναν, όσα βιβλία κι αν άνοιξαν… Να, σχολείο μου υπήρξε η ζωή και βιβλίο μου ο παγωμένος, ρωσικός άνεμος, που χαϊδεύει τα μαλλιά και φέρνει στο νου ταξίδια και εμπειρίες από τα πιο μακρινά μέρη της γης, από τις πιο παλιές εποχές… Αυτός ο άνεμος που σου καθαρίζει το μυαλό και σε λυτρώνει.
Όταν ήμουν δέκα χρονών η μάνα που πιάστηκε θύμα εκμετάλλευσης και έδωσε όλα τα «βρώμικα» χρήματα, που με πόνο σώματος και κυρίως ψυχής είχε μαζώξει, για να έρθει στην χώρα του ονείρου - τουλάχιστον έτσι την ονόμασαν οι επαγγελματίες μηδενιστές της ελπίδας - την Ελλάδα. Θέλοντας και μη, με πήρε μαζί της, κι εμένα με τη σειρά μου, θέλοντας και μη, μου χαράχτηκε στο νου η σκηνή που βρίζοντάς με και δίνοντάς μου ένα δυνατό χαστούκι με έσουρε και με πατίκωσε σα σαρδέλα σ' ένα φορτηγό. Το λοιπόν, μαζί με άλλες εξαθλιωμένες υπάρξεις, αποβράσματα του επίσης εξαθλιωμένου ρωσικού καθεστώτος, κινήσαμε για την δική μας επίγεια κόλαση, την Αθήνα.
Στην Αθήνα η μάνα μου συνέχισε να ασκεί το αρχαιότερο επάγγελμα, την υλοποίηση και εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης οντότητας, την πουτανιά. Εγώ, έχοντας πλέον αρκετά μεγαλώσει, άρχισα να αλητεύω… Τη μάνα μου δεν την πολυένοιαζε τι θα γίνει με μένα, αλλά μάλλον προτιμούσε να μην είμαι πάνω από το κεφάλι της, οπότε με άφηνε να πηγαίνω όπου μου έκανε κέφι. Σχολείο δε με έστειλε ούτε στην Ελλάδα, αντ' αυτού αρκετά συχνά με έβαζε να ζητιανεύω κι έτσι να βγάζω ξεφτιλιζόμενος λίγα ακόμα «βρώμικα» φράγκα. Υπαρξιακές απορίες είχαν αρχίσει να με απασχολούν, αλλά αφού ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε παρέα, ούτε αγάπη είχα, τις έπνιγα στη μοναξιά και στη διαρκή ξεφτίλα…
Μισοζούσαμε και όλα θα συνέχιζαν να κυλούν ήρεμα… Δυστυχώς, όμως, ο χρόνος, ο χειρότερος γιατρός, είχε αρχίσει να αφήνει βαθιές τις χαρακιές του στο σώμα της μάνας μου. Παρατηρώντας το βλέμμα της, θα διέκρινες πιότερο παρά ποτέ την εξάντληση και την πικρία που έκρυβε μέσα του. Οι δουλειές δεν πηγαίνανε καλά και φίδια είχαν αρχίσει να τη ζώνουν. Το λοιπόν, κάποια μέρα έφυγε από το σπίτι βρίζοντάς με και δεν ξαναγύρισε… Έφυγε για τη σκρόφα πατρίδα; Έφυγε για κάποιαν άλλη επουράνια ζωή; Έφυγε απλά για ένα χωματένιο, πεζό μνήμα; Το σίγουρο, πάντως είναι πως έφυγε από κοντά μου. Κι όμως, δεν έκλαψα, μήτε στεναχωρήθηκα. Άλλωστε, κάποιος λυπάται μόνο αν χάσει κάτι που αγαπάει. Γιατί, λοιπόν, εγώ να κλάψω για κάτι που ποτέ μου δεν αγάπησα; Το μόνο πράγμα που με ένωνε κάποια στιγμή μαζί της, ο ομφάλιος λώρος, είχε κοπεί πολύ νωρίς, από τη μέρα που γεννήθηκα…
Πλέον, όντας δεκαπέντε, έπρεπε να κοιτάξω τι θα γίνει με μένα, με την πάρτη μου, κι έχοντας αποφασίσει τι θα κάνω να χαράξω κι εγώ το δρόμο μου. Η ζητιανιά δεν απέδιδε όσα χρειαζόμουν. Τα λεφτά δε μου έφταναν ούτε για να αγοράσω τους μόνους συντρόφους μου, τα τσιγάρα, ώστε να διώχνω στους σχηματισμούς του καπνού ό,τι με έστελνε στην κόλαση. Έτσι, αναγκαστικά στράφηκα στην κλοπή. Τον ήδη βρώμικο νου μου πλημμύρησαν με επιπλέον σκοτάδι τα σχέδια για κλεψιές, ο αγώνας για επιβίωση.
Με ένα λοστό στο χέρι και με τα δόντια σφιγμένα πραγματοποίησα την πρώτη μου ληστεία… Λήστεψα ένα μπακάλικο. Ένας γεράκος στο ταμείο, ζητώντας το έλεος μου, μου έδωσε χωρίς καμιά απολύτως αντίσταση τα λιγοστά κέρδη της ημέρας. Τόσα χρόνια εξέλιξης και ποιο το κέρδος; Καταντήσαμε να ζούμε σαν τα ζώα, ο ένας σε βάρος του αλλουνού. Κι από πάνω, κάποιοι λαόζωντες σωτήρες να μας κοιτάνε να σφαζόμαστε, καθώς μετράν τα πράσινά τους, και να γελούν… Ξεκίνησα, λοιπόν, να τρέχω με όση δύναμη είχα. Τρέχοντας στο δρόμο, χωρίς να βλέπω μπροστά μου, έπεσα πάνω σε ένα μικρό παιδάκι, το κεφάλι του ήτανε ίσαμε τον αφαλό μου. Παραμερίζοντάς το με βιασύνη για να συνεχίσω την κούρσα μου με το χρόνο, παρατήρησα ότι στο αριστερό του χέρι κράταγε ένα καινούριο κινητό τηλέφωνο. Χωρίς δεύτερη σκέψη του το άρπαξα. Ξεκινώντας να τρέχω, αυτή τη φορά γρηγορότερα από πριν, στο απέναντι πεζοδρόμιο πήρε το μάτι μου ένα συνομήλικό μου, δυο κεφάλια ψηλότερο, ξερακιανό, αυτόπτη μάρτυρα της αδικίας που λάμβανε χώρα. Παρόλα αυτά ούτε που κούνησε το μικρό δαχτυλάκι του χεριού του, αλλά συνέχισε να ρουφάει απολαυστικά τον καφέ του, παρατηρώντας, με βλέμμα στοχαστικό, εμένα να απομακρύνομαι και το μικρό να τα έχει κάνει πάνω του από το φόβο… Μια κοινωνία που βούτηξε στην αδικία και βγήκε ταυτισμένη με αυτή. Μια κοινωνία χωρίς συλλογική συνείδηση. Μια κοινωνία που ο καθένας κάνει τη δουλειά του, χωρίς να νοιάζεται για τους υπόλοιπους.
Η μια ληστεία διαδεχόταν την άλλη και όλες χαράζονταν στο νου μου, μία προς μία, με άριστη ταξινόμηση. Ξεχνιέται μαθές το άδικο; Δεν ξεχνιέται… Όμως, οι άσχημες εκπλήξεις δεν είχαν τελειωμό για μένα. Εκείνο τον καιρό με πλησίασε μια παρέα το ίδιο σκοτεινή με το εμπόρευμά της… Ακολούθησαν μαύρες μέρες βουτηγμένες στην άσπρη σκόνη. Τότε άρχισα να νοιώθω τα λεφτά πιο αναγκαία από κάθε άλλη φορά. Κλέψιμο, άσπρη σκόνη, κλέψιμο, άσπρη σκόνη, και ξανά μανά κλέψιμο και άσπρη σκόνη… Αυτό το δίπτυχο ήτανε πια που όριζε την κρεμάμενη από μια λεπτή, άσπρη κλωστή ζωή μου. - Φχαριστήθηκες ψυχή μου; Φχαριστήθηκες κορμί μου; Θέλεις κι άλλο; - Κι άλλο, κι άλλο, απάνταγε ολόκληρος ο άνθρωπος· ΚΙ ΑΛΛΟ, φώναζε αυτή τη φορά σύσσωμος και σύψυχος ο μέσα μου διάολος. Και ο σαλεμένος νους συνέχιζε να δίνει εντολή στ' αδύναμα πόδια να βαδίζουν προς το γκρεμνό. Πέντε βήματα μπροστά. Κι άλλο μπροστά. Μπράβο… Συνέχισε… Δώσ' του και μήτε το κεφάλι να γυρίσεις πίσω.
Έτσι, έφτασα στο σημείο που βρίσκομαι τώρα. Δεκάξι χρονών γάιδαρος, έχοντας συλληφθεί και αυτή τη στιγμή, στην ανακριτική διαδικασία, να προσπαθώ να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα, με τα σπαστά ελληνικά μου, χωρίς συνήγορο υπεράσπισης, απέναντι σ' έναν καρπό της αναξιότητας για ελευθερία του ανθρώπου, σε ένα δικαστή. Οι κατηγορίες για μικροκλοπές πάμπολλες. Το μόνο που δε με κατηγόρησαν ήταν για χρήση ναρκωτικών. Δεν με είχαν πιάσει, βλέπεις, με δόση πάνω μου… Αλλά και με δόση να με είχαν πιάσει, πιστεύω ότι δε θα τους πολυένοιαζε. Το λοιπόν, έχοντας αρχίσει να αισθάνομαι την απουσία της άσπρης σκόνης, άκουγα σιωπηρά τις κατηγορίες.
- Κατηγορούμενε τώρα μπορείς να απολογηθείς. είπε ο δικαστής μόλις τέλειωσε την ανάγνωση του κατηγορητηρίου, μα εγώ σιωπούσα. Την κατάληξη άλλωστε την ήξερα. Τι πρόκειται να άλλαζε αν μιλούσα; Το θέατρο του παραλόγου…
- Ουκ, ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι; ούρλιαξε αυτή τη φορά ο δικαστής. Τα δέχεσαι όλα ή τα αρνείσαι;
- Τα ντέχομαι όλα. Ντεν αρνούμαι τίποτα. απάντησα χωρίς κανένα φόβο και πάθος. Όχι. Μπορεί να έχασα την αξιοπρέπειά μου, μπορεί να άφησα να την πατήσουν κάποιοι έμποροι ναρκωτικών, μπορεί να την παράτησα σε κάποιο από τα ταμεία που άδειασα, αλλά όχι, αυτό ποτέ. Να πω ψέματα; Να γίνω σαν κι αυτούς τους γραβατωμένους καραγκιόζηδες; Όχι, αυτό ποτέ!
- Ωραία, λοιπόν… σιγομουρμούρισε θριαμβευτικά ο δικαστής και κάτω από το μουστάκι του γελούσε ευχαριστημένος που ξεδιάλυνε κι αυτή την υπόθεση. Πολύ ωραία! Και γιατί τα έκανες αυτά; Δε θα προσπαθήσεις να αλαφρώσεις τη θέση σου;
Εγώ, πάλι, μη θέλοντας να προσθέσω κάτι, μήτε να πιάσω κουβέντα, έκλεισα τα μάτια κι άρχισα τα ταξίδια. Ταξίδια όχι λευκά, μα κόκκινα, στις ματωμένες θάλασσες του Αιγαίου. Εδώ Ελλάδα, εδώ Τουρκία, πιο πάνω Βουλγαρία… Πήραμε μολύβια και χαρτιά, χωρίσαμε τη γης και κλειστήκαμε σαν τα ζώα στα κλουβιά μας. Ρε, μερμήγκια είμαστε. Μέρμηγκες που ονειρευόμαστε κάτω από τον ίδιο ουρανό. Ένας ήλιος μας ενώνει το πρωί, ένας Αποσπερίτης το δειλινό και μια σελήνη το βράδυ. Κι όμως… Σήκωσαν χέρια τα αδέρφια μεταξύ τους και σκοτώθηκαν για μερικές οργιές γης, για μερικές γραμμές στο χάρτη. Πατρίδα, τι σιχαμένη λέξη…
Το ταξίδι μου έκοψε απότομα η δυνατή φωνή του δικαστή:
- Κύριε Γεωργίεφ Πετράνοφ καταδικάζεστε σε προφυλάκιση ενός χρόνου, όταν και θα τελεστεί η δίκη σας.
Τότε το χέρι του αστυνομικού, που στεκόταν από πάνω μου, άγρυπνος φρουρός, σε περίπτωση που προσπαθούσα να το σκάσω, με άρπαξε από τον ώμο και με οδήγησε έξω από την αίθουσα στο περιπολικό που με είχε φέρει. Η διαδικασία της ανάκρισης είχε τελειώσει κι εγώ συναισθανόμενος ότι με πάνε στη μελλοντική μου κατοικία, ένοιωσα ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να με διαπερνά και να μου καίει τα σωθικά.
Το περιπολικό μας άφησε έξω από μια μεγάλη σιδερένια πόρτα, τριγυρισμένη από πανύψηλους τοίχους, με πλέγματα σιδερένια στο πάνω μέρος τους, με οπλισμένους φύλακες σε κουβούκλια να αγναντεύουν μέσα κι έξω από τον διαχωριστικό τοίχο της ζωής και του θανάτου, τη φυλακή του σώματος, μιας και το νου μας ακόμα δεν έχουν καταφέρει να τον μαντρώσουν. Προ ολίγου, μόλις μπήκα στο περιπολικό, ο ένας αστυνομικός πήρε κάποιον τηλέφωνο και μόλις το έκλεισε, με ένα γέλιο ειρωνικό και όλο νόημα, σιγοψιθύρισε στον έτερο, που με είχε οδηγήσει από την αίθουσα του δικαστηρίου στο αμάξι: «οι φυλακές ανηλίκων είναι τιγκαρισμένες. Ο φίλος μας είναι εξαιρετικά τυχερός…» Και να 'μαι τώρα να διαβαίνω την πόρτα μιας φυλακής ενηλίκων. Ο αστυνομικός ανέφερε το όνομά μου στο φύλακα που μας άνοιξε, αυτός επικοινώνησε με το γραφείο της φυλακής και πιάνοντάς με σφιχτά από το μπράτσο, του έγνεψε ότι μπορεί να πηγαίνει καλιά του.
Σε λίγο βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς παράθυρα, χωρίς φως και κυρίως χωρίς φως στη ζωή… "Τουαλέτα δεν υπάρχει. Την ανάγκη σου θα την κάνεις μέσα στο κελί. Για φαγητό μην αγχώνεσαι. Θα έρχεται όταν είναι η ώρα. Τώρα πότε θα είναι η ώρα;", αποκρίθηκε γελώντας ο φύλακας κι έφυγε. Πήγα και κάθισα στην τάβλα που υπήρχε. Γυρνώντας το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά, ρίχνοντας αναγνωριστικές ματιές στο χώρο, με τρόμο συνειδητοποίησα ότι στο κελί δεν ήμουν μόνος. Υπήρχε ένας ακόμη φυλακισμένος, μάλλον Έλληνας, γύρω στα τριάντα με τριανταπέντε. Με κοίταγε γελώντας ευχαριστημένος.
- Καλημέρα. είπε και τα μάτια του γυάλισαν.
- Καλημέρα, απάντησα· γκια πες μου όνομά σου.
- Μη σε νοιάζει. απάντησε απότομα.
- Μα αφού θα μένουμε μαζί, να ξέρει ένας όνομα άλλου… αποκρίθηκα ντροπαλά και συνάμα τρομαγμένα.
- Μη σε νοιάζει. Να ξέρεις μόνο ότι θα περάσουμε καλά οι δυο μας… είπε ξαπλώνοντας στην τάβλα του και κλείνοντας τα μάτια του επανέλαβε: «Θα περάσουμε πολύ καλά…»
«Θα κοιμήθηκε», σκέφτηκα και αργά σηκώθηκα να ερευνήσω το μικροσκοπικό κελί, ώστε να μάθω καλύτερα τη νέα μου κατοικία. Το πάτωμα ήταν από μισοχαλασμένα, άθλια πλακάκια, ενώ στην άκρη υπήρχαν τα περιττώματα του συγκάτοικού μου. Τη μυρωδιά αν και ήταν άθλια - την συνέθεταν αναμεμιγμένες οσμές ούρων, περιττωμάτων και μούχλας - όσο πέρναγε η ώρα είχα αρχίσει να τη συνηθίζω. Άλλωστε, όλα μια συνήθεια είναι… «Ένας χρόνος προφυλάκισης είναι, θα περάσει. Και μετά βλέπουμε…», σκέφτηκα και άρχισα να μετράω χρόνια αργά στα δάχτυλά μου. Λίγα μαθηματικά τα ήξερα, μιας και μου τα είχε διδάξει η ζωή. Ξανακάθισα στην τάβλα μου. «Ένας χρόνος προφυλάκισης είναι, θα περάσει. Και μετά βλέπουμε…», σιγομουρμούρισα και αυτή τη φορά άρχισε να με πνίγει η απελπισία. Το ήξερα πως δε θα άντεχα, ναι το ήξερα. Το αίμα μου είχε αρχίσει να νοιώθει όλο και πιο έντονα την απουσία της άσπρης σκόνης και πλέον εναγωνίως την αναζητούσε. Όμως, άλλο ήταν εκείνο που με τρόμαζε παραπάνω. Βλέπεις, ο θάνατος έτσι ή αλλιώς είναι θεριό που αργά ή γρήγορα όλους θα τους κατασπαράξει. Τρόμαζα, όμως, στη σκέψη και μόνο πως ο θάνατος μου στις φυλακές θα αποτελούσε μια ακόμη «πνιγμένη» είδηση από δημοσιογράφους, πολιτεία και κοινωνία, ώστε όλοι τους να στρουθοκαμηλίσουν, κρύβοντας τη γύμνια τους πίσω από ένα διαφανές φάδι, την υποκρισία της άγνοιας. Με αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος.
Δυο μέρες στη φυλακή πέρασαν. Πώς πέρασαν ούτε κι εγώ το ξέρω. Ο συγκάτοικος μου σιωπούσε. Απλά με κοίταγε και γέλαγε ευχαριστημένος. Ο αέρας, που σκόρπιζε τη μοναξιά και τη θλίψη, και η έλλειψη της άσπρης σκόνης είχαν αρχίσει να με τρελαίνουν. Το σώμα μου πόναγε, αλλά δε μίλαγα. Το ήξερα πως δε θα άντεχα, ναι το ήξερα. Σήμερα, μετά το βραδινό, ένοιωθα το κεφάλι μου ασυνήθιστα ζεστό και θέλοντας να αναπαυτώ στην ομορφιά του ονείρου, έπεσα κατευθείαν για ύπνο…
Ξύπνησα μέσα στο βράδυ έχοντας ανεβάσει απίστευτα υψηλό πυρετό. Αισθανόμουν το σώμα μου να καίγεται, ενώ τα μάτια μου είχαν θολώσει και το μόνο που έβλεπα ήταν σκιές. Ο οργανισμός μου είχε πια τυφλωθεί οριστικά από την έλλειψη της άσπρης σκόνης. Προσπάθησα να επανακτήσω την επικοινωνία μου με το περιβάλλον, αλλά μάταια. Η αρρώστια και η ανάγκη, που έγιναν εγώ, δε με άφηναν. Ξαφνικά, ένοιωσα ένα χέρι να απλώνεται και να μου κλείνει το στόμα. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα: «πραγματικότητα ή ένα ακόμη, το τελευταίο, παιχνίδι της άσπρης σκόνης;» Δυστυχώς, πραγματικότητα. Ο συγκάτοικός μου στο κελί, λιγωμένος από την έλλειψη σαρκικής ηδονής, είχε αποφασίσει να με βιάσει. Με φίμωσε κι ενώ εγώ δε μπορούσα να αντιδράσω, εκείνος άρχισε να ρουφάει αχόρταγα την ηδονή της σάρκας. Όχι, δε μπορούσα να αντιδράσω. Απλά, κοίταγα σιωπηρά τα τελευταία κομμάτια του παζλ της ζωής μου να τοποθετούνται στη θέση τους.
Θεέ των χριστιανών, που τάχατες υπάρχεις, σταμάτα - σε παρακαλώ - να με περιφρονάς και να γελάς από ψηλά. Παράτα για λίγο τον ουράνιο θρόνο σου κι έλα κοντά μου. Έλα και φέρε μαζί σου λίγη από την άσπρη σκόνη. Έλα και κάτσε σιμά μου να απολαύσουμε μαζί την ομορφιά και την ψευτιά της ζάλης της. Ίσως τότε να νοιώσεις και συ λίγο ανθρωπινά και νοιώσεις σαν εμένα τον κακόμοιρο… Ίσως τότε να νοιώσεις εμένα τον κακόμοιρο. Έλα, τάχατες μακρόθυμε, και φέρε μαζί και το σφουγγάρι σου… Έλα, τάχατες συγχωρητικέ, και αφού με νοιώσεις, βούτα το στο νερό και σβήσε τα αμαρτήματά μου. Μα ξέχασα… Θες να τα ξομολογηθώ σ' έναν από τους γενειοφόρους μασκαράδες σου, αλλιώς δε συχωρνάς…
Αργά… Πολύ αργά… Τίποτα πια δε με σώνει…
...Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια...
Καλο ταξιδι και καλη ανταμωση
…Μα οριστικά θα ‘χεις χαθεί μονάχα αν το διαλέξεις…
Το παγκακι
Με μια πρώτη ματιά θα έλεγες πως ήταν ένα κοινό παγκάκι, όπως όλα τα άλλα, από αυτά που προσπερνάς βιαστικά και δεν κάνεις τον κόπο ούτε το κεφάλι να γυρίσεις. Στην πλάτη του υπήρχε ζωγραφισμένο το σύνθημα: «γλύψε παγωτό, κι όχι αφεντικό»,
Όλα αυτά, βέβαια, είναι πρόχειρα συμπεράσματα που βγαίνουν με μια ματιά, διότι αυτό το παγκάκι ήταν κάτι πολύ περισσότερο… Ήταν ο ήχος του πρώτου δειλού και παράνομου φιλιού στο απόλυτο σκοτάδι, ήταν εκείνος ο έρωτας, το ζευγαράκι που είχε σμίξει και χωρίσει σε αυτό. Και σήμερα που είχε συμβεί το ανέλπιστο -να νιώσει ξανά τη ζεστασιά ανθρώπινου αγγίγματος, μιας γυναικείας ύπαρξης που ρέμβαζε καθισμένη, χαϊδεύοντας απαλά την άκρη του μεταλλικού του χερουλιού- έμοιαζε σαν το παγκάκι να είχε ξαναγίνει, έστω και για λίγο, αυτό που πραγματικά ήταν…
Μετατράπηκε, λοιπόν, και πάλι σ’ εκείνο το νεαρό αγόρι με τα μεγάλα μάτια και τα σφριγηλά μπράτσα, καθώς κι εκείνο το κορίτσι με τα στητά κι αγριεμένα στήθια, που χόρευαν σε ξέφρενους ρυθμούς μέσα στο μακό μπλουζάκι, έτσι που νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή το μπλουζάκι θα σκιζόταν και τα στήθια της θα ξεχύνονταν έξω ορμητικά. Και το παγκάκι ήταν πια εκείνος ο έρωτας και εκείνος ο έρωτας θα έλεγες πως γεννήθηκε και σφραγίστηκε σ’ εκείνο το παγκάκι, με εκείνη την αιμάσσουσα καρδιά, που προδόθηκε, και το βέλος που τη διαπερνούσε, καθώς και τα χαραγμένα αρχικά τους, δίπλα στην καρδιά και κοντά κοντά το ένα στο άλλο, έτσι που το ένα να συμπληρώνει το άλλο.
Αυτό το παγκάκι, δηλαδής, ήταν μια ιστορία ολάκερη, καθόλου ασήμαντο, μα και τόσο σημαντικό ώστε να μην καταδέχεσαι να του ρίξεις ούτε μια ματιά, καθώς το προσπέρνας με βιασύνη, αγχωμένος να προφτάσεις τους ρυθμούς της πόλης. Κι όλοι αδιαφορούσαν πλήρως για το τι πραγματικά ήταν αυτό το παγκάκι και για την ιστορία που αυτό έκρυβε και το μόνο που περίμεναν ήταν να προκόψει το συνεργείο του δήμου και να φροντίσει για την αντικατάστασή του από κάποιο καινούργιο, ομορφότερο, μα και με χρηστική αξία, ώστε να μπορούν να σωριάζουν το κορμί τους και να ξεκουράζονται.
Κι εντωμεταξύ, η γυναικεία ύπαρξη συνέχιζε να κάθεται σε αυτό το σπάνια όμορφο, μα και απροσδόκητα ποιητικό παγκάκι, χαζεύοντας το άπειρο, σκαλίζοντας το παρελθόν, ζώντας το τώρα, αγναντεύοντας το μέλλον… Σπάνιες στιγμές ηρεμίας στην οχλοβοή της πόλης, με γυναίκα και παγκάκι να παίζουν κρυφτό με τα δέντρα και τα λουλούδια και να παρατηρούν τα αδέσποτα που ξάπλωναν πλάι τους… Όμως, αυτή τη φορά, μαζί με τα παιδάκια που ξέφευγαν από την επιτήρηση των γονιών τους, το παγκάκι άρχισε να πλησιάζει κι ένας αντρικός ίσκιος που ξάφνου πρόβαλε στο πάρκο. Και ο ίσκιος ολοένα και σίμωνε με το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω, να συνοδεύει την κίνηση των ποδιών, αλλά και να προσδίδει στο περπάτημα μια ανεπαίσθητη νευρικότητα… Κι όταν πλησίασε αρκετά, σταμάτησε απότομα, σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του ανάμεσα στα δυο γυναικεία μάτια.
Εκείνη, που τον παρακολουθούσε από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, μόλις αντίκρισε τα μάτια του κοκάλωσε. Αυθόρμητα τα χέρια της με μια αστραπιαία κίνηση υψώθηκαν μπροστά στο πρόσωπό της και κάλυψαν την περιοχή κάτω απ’ τα μάτια, για να προλάβουν τα δάκρυα και να κρύψουν το στόμα, που είχε απομείνει ορθάνοιχτο. Όμως, ένα δάκρυ που κύλησε αστραπιαία, πρόφτασε την κίνηση των χεριών και κάνοντας αρκετές στροφές γύρω από τον εαυτό του, άλλαξε ποικίλα ελλειψοειδή σχήματα και προσγειώθηκε στο μισοσαπισμένο ξύλο.
Ξεπερνώντας την αμηχανία των πρώτων δευτερολέπτων, η γυναίκα σηκώθηκε και τρέχοντας πέρασε δίπλα του, τον προσπέρασε -μην καταφέρνοντας να τον ξεπεράσει- και άρχισε να απομακρύνεται, χωρίς να γυρίσει ούτε στιγμή το κεφάλι της να τον ξαναντικρίσει. Κι οι περαστικοί σταμάτησαν για λίγο να κυνηγούν τους ρυθμούς της πόλης κι έμειναν απορημένοι να κοιτάζουν πότε τη γυναίκα που έφευγε κλαίγοντας και πότε το αδειανό παγκάκι, μα δεν μπόρεσαν να δουν τον αντρικό ίσκιο που απέμεινε να στέκει ασάλευτος στη θέση του… Κι ένα παιδί, που βρισκόταν στο πάρκο κι έπαιζε ποδόσφαιρο, τρέχοντας να πιάσει τη μπάλα, χωρίς να τον προσέξει, πέρασε από μέσα του και τον έκοψε στα δυο, ενώ απέμεινε ένα δάκρυ στο παγκάκι, μια αλμυρή κηλίδα, ως μόνη απόδειξη της παρουσίας του, απόδειξη που κανένας δεν έλαβε σοβαρά υπ' όψιν…
Την επόμενη μέρα, το συνεργείο του δήμου επιτέλους αντικατέστησε το παγκάκι και στη θέση του έβαλε ένα καινούριο, ομορφότερο, μα και με χρηστική αξία, που οι ψηφοφόροι θα μπορούσαν να σωριάσουν το κορμί τους και να ξεκουραστούν. Κοντολογίς, ένα κοινό, καινό, κενό παγκάκι…
...Χαραγμένη καρδιά στο παγκάκι, που μετά την προδώσαν...
Κανει μια ψυχρα αποψε που με αρρωσταινει
Οι λέξεις μέσα μου τεντώνονται. Οι λέξεις γίνονται σύννεφο. Όλο μου το είναι γίνεται σύννεφο. Οι σκέψεις μου γίνονται πουλιά και πετάνε χαμηλά. Τα πάντα μέσα μου μαρτυρούν τον ερχομό βροχής, συνθήκες ναι μεν αναγκαίες ωστόσο όχι επαρκείς… Ίσως και να ‘ναι μια απλή συννεφιά, ένα απλό παιχνίδι των πουλιών με τις νεφέλες· η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία… Τελικά, το είναι μου -όπως άλλωστε αναμενόταν- γίνεται βροχή, τα μάτια μου αστράφτουν κρυμμένα πίσω απ' τα γερμένα ματόκλαδα και η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, η καταιγίδα που ξεσπά στο ανθρώπινο κορμί, καταντάει ένα διαρκές στριφογύρισμα στο κρεβάτι, μια απλή αϋπνία, ενώ άλλοτε μετατρέπεται σε πόνο στην καρδιά, αστραπιαίο ή συνεχόμενο δεν έχει σημασία, πόνο πάντως αληθινό, τίποτα περισσότερο από το τιποτένιο αυτό συναίσθημα.
Και μου το είπε ο γιατρός… «Όχι άγχος και μείωσε τους καφέδες…» Κι ενώ το κεφάλι μου βουίζει, παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώ να χαλαρώσω, να νιώσω ήρεμος, να γίνω ήρεμος. Μα πώς να ηρεμήσει ο άνθρωπος που αμφισβητεί τα πάντα, τους πάντες, ακόμα και Αυτόν, και στη συνέχεια τον ίδιο του τον εαυτό; Ή μάλλον όχι… Πρώτα και κύρια αμφισβητώ τον ίδιο μου τον εαυτό.
Τα βράδια άλλοτε απομένω μετέωρος στο κέντρο της Καισαριανής, να προσπαθώ να πιαστώ από κάπου, να προσπαθώ να βρω ένα μπράτσο να κρατηθώ, κι άλλοτε είναι φορές που αισθάνομαι ότι τα μπράτσα είναι πολλά, πάρα πολλά, ότι τα μπράτσα με έχουν πλημμυρίσει, ότι τα μπράτσα με πνίγουν· και τότε ασφυκτιώ, τότε τρομάζω, τότε κάνω και πάλι πίσω, τη γνωστή πια κίνηση προς τα μέσα… Όμως, απόψε είναι σαν οι δυο αυτές καταστάσεις να εναλλάσσονται διαρκώς και με αστραπιαία ταχύτητα, σα να βιώνω συγχρόνως και τις δυο, σα να ‘μαι ταυτόχρονα επιβάτης δυο τρένων τα οποία μέσω διαφορετικών διαδρομών οδηγούν στον ίδιο τελευταίο σταθμό… Κι έτσι, απομένω στο κέντρο της Καισαριανής να μεταβαίνω μέσα σε δευτερόλεπτα από τη συντριβή της μοναξιάς, στην μοναξιά του δήθεν και δώστου να με συντρίβει η μοναξιά και πάντα με συντρίβει η μοναξιά…
Είναι και αυτό το «καλησπέρα παιδιά», η αίσθηση του αιχμηρού και παγωμένου μετάλλου στο αριστερό μου πλευρό, το γεγονός που ήρθε να με μπλέξει ακόμα περισσότερο -για λίγο ξέχασα ποιος είμαι και τις ιδέες που πρεσβεύω-, το γεγονός που με ώθησε να δείξω με το δάχτυλο αυτόν που με μαχαίρωσε και όχι το σύστημα που του όπλισε το χέρι… Οι σκέψεις μου μπερδεύονται, σωστό κουβάρι στο οποίο προσπαθώ να βρω την άκρη για να πλέξω το νήμα των ιδεών μου, όμως οι γάτες έρχονται και παίζοντας με αυτό ένα γνωστό εις βάρος μου παιχνίδι το ξεσκίζουν… Πλέον βρίσκομαι χαμένος στο λαβύρινθο του μυαλού μου, με ξεσκισμένο το κουβάρι της Αριάδνης και χωρίς ελπίδα διαφυγής· εν τέλει οι γάτες ξέσκισαν κι εμένα…
Απέναντί μου μια εταίρα. Την αντικρίζω, στρέφω προς τα δεξιά και γνέφω «όχι» με το κεφάλι… «Μην το κάνεις», ψιθυρίζω και η φωνή αντιλαλεί μέσα μου τρεις φορές και χάνεται... «Μην το κάνεις, μην το κάνεις, μην το κάνεις…» Θέλοντας να πιστεύω πως έκανα το χρέος μου με αποστροφή γυρνάω αριστερά κι απέναντί μου έξι λέξεις, έξι και μόνο λέξεις, που πρέπει να αντιμετωπίσω, έξι λέξεις που δεν το περίμενα ποτέ μα μετάνιωσα πικρά που τις ξεστόμισα και που πίσω δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο να τις πάρω, τουλάχιστον δεν έχω τη δύναμη να τολμήσω κάτι τέτοιο… Και ξαφνικά απ’ τα δεξιά μου αντηχούν τέσσερις λέξεις οι οποίες με χαροποιούν και με πικραίνουν ταυτοχρόνως, μιας και για λίγο πετυχαίνω να ζήσω στο ψέμα που θέλησα να κατασκευάσω για μένα· χαρά που το πέτυχα, πικρία που δεν είναι αληθινό… Τελικά μετανιώνω ακόμα παραπάνω για τις έξι λέξεις που εδώ και καιρό έχω ξεστομίσει και ανοίγοντας τα μάτια προσπαθώ να αποδιώξω απ’ το νου μου ό,τι υπάρχει αριστερά και δεξιά μου, καθώς και την εταίρα που απομένει ασάλευτη απέναντί μου.
Γνώριμη η αποψινή βραδιά, γνώριμα και τα συναισθήματα που με έχουν κατακλύσει, αλλά ο πόνος -αχ, ο πόνος- που προκαλούν πάντα πρωτόγνωρος και οδυνηρός. Κρύος ο ιδρώτας στο μέτωπο· για την ακρίβεια κάνει κρύο γενικότερα. Λέξεις που μέσα μου τεντώνονται, που γίνονται σύννεφο, το σύννεφο που φέρνει τη βροχή και η βροχή το συναίσθημα, η βροχή που φέρνει πάλι τα συναισθήματα… Και τα συναισθήματα καταλήγουν να γίνονται λέξεις σε ένα κομμάτι χαρτί ώστε να αποδιωχτούν από μέσα μου, ανακούφιση προσωρινή, μιας και ο νους θα δημιουργήσει ξανά νέες λέξεις, νέες εικόνες, νέα ψέματα, θα προκαλέσει και πάλι τη δημιουργία νέων συναισθημάτων, ώστε ο πόλεμος να συνεχιστεί· ο πόλεμος που πρέπει να συνεχιστεί… Ωστόσο απόψε μια ακόμη μάχη χάθηκε… Λόγια, λόγια, λόγια κι ένα δάκρυ, μια σταγόνα αίματος στο χαρτί…
...Κάνει μια ψύχρα που τρυπάει και αρρωσταίνει, έξω η νύχτα με τραβάει απ' τα μαλλιά...
Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008
Άλλη μια καινούρια ζάλη
Δίπλωσα το μπακαλόχαρτο στο οποίο έγραφα και βιαστικά σηκώθηκα να πάω στην Ομόνοια. Έπρεπε πάση θυσία να εξασφαλίσω και σήμερα τη δόση μου. Θα ζητιάνευα, θα έκλεβα, θα έβρισκα κάποιον πούστη να του δοθώ…, για μένα πλέον δεν είχε σημασία. Είμαι ένας νεκρός μέσα σε μια ζωντανή σάρκα. Το μόνο που απομένει είναι να πεθάνει κι αυτή… Τι τυχεροί, αλήθεια, οι νεκροί που όταν πεθάνουν τους θάβουν και αναπαύονται… Εμένα με έχουν εγκλωβίσει σε μια σάρκα που ζει και αναπνέει μόνο και μόνο για να παίρνει τη δόση της. Πότε θα με θάψουν; Πότε θα αναπαυτώ κι εγώ;
Η κατάσταση μου είναι κάτι παραπάνω από λυπηρή. Όλη μου τη ζωή την έχασα σε μια στιγμή, όλη μου η ζωή ήταν μια στιγμή. Και η κοινωνία, η ίδια που συνεπικούρησε στο σμπρώξιμο μου σ’ αυτήν την κινούμενη άμμο, αμετανόητη και το ίδιο σκληρή τώρα με σμπρώχνει ακόμα πιο πολύ ώστε να βυθίζομαι όλο και πιο βαθειά, ολοένα και πιο βασανιστικά. Παρατώντας με σε ένα βρωμερό σοκάκι της Ομόνοιας μου πατάει την αξιοπρέπεια, μου μπήγει το μαχαίρι, με περιγελάει ή ακόμα χειρότερα κάνει πως με αγνοεί. Κι ο ποιητής έρχεται και λέει: «Ποτέ σου μην τους πεις, τι άσχημοι που μοιάζουν, αυτοί που σε σιχαίνονται, μα στέκουν και κοιτάζουν». Ακόμα όμως και να ήθελα να φωνάξω, να ουρλιάξω αυτό που εδώ και καιρό γαλουχώ μέσα μου για όλους αυτούς δεν έχω τη δύναμη…
Αχ, Ελλάδα που πληγώνεις τα παιδιά σου. Εσύ η ίδια τους οπλίζεις το χέρι με την πέτρα, με το καδρόνι, εσύ η ίδια τα μαθαίνεις να κλέβουν, εσύ η ίδια τα κερνάς ναρκωτικά και ύστερα δεν τα αναγνωρίζεις. Όχι, δεν είμαι γιος επιχειρηματία, όχι δεν έχω πρόσβαση στο κεφάλαιο, όχι δεν είμαι υπουργός ούτε βουλευτής, όχι δε με λένε Καραμανλή, Παπανδρέου ή Μητσοτάκη, όχι δεν έχω κανένα δικαίωμα στη ζωή...
Στο δρόμο προς Ομόνοια πήγαινα τρεκλίζοντας. Μια γριά με έβρισε, ένας έφηβος μόλις με είδε πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, για να συνεχίσει το δρόμο του, ένα παιδάκι με έδειξε σους γονείς του. «Τι έχει ο κύριος;», τους ρώτησε φωναχτά και τα γουρλωμένα ματάκια του καθρέφτιζαν μέσα τους την περιέργεια. Οι γονείς του του γνέψανε να σωπάσει και πέρασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν δίπλα μου. Μου ‘ρθε να βουρκώσω, αλλά δεν είχα την δύναμη. Συνέχισα το δρόμο μου προς την Ομόνοια. Δεν ήταν μακριά, αλλά όταν είσαι ανάπηρος, είτε πνευματικά είτε σωματικά, ακόμα και η διαδρομή κρεβατοκάμαρα τουαλέτα μετατρέπεται σε βασανιστήριο.
Όταν έφτασα στην Ομόνοια πήγα και σωριάστηκα στο σοκάκι που κάθομαι πάντα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και με πλησίασε ένα απόβρασμα της τάσης των καιρών, ένας emo. «Φίλε σε βλέπω δυστυχισμένο», μου είπε και η λέξη φίλος βγήκε σαν εμετός από το στόμα του. «Τι θα έλεγες, λοιπόν, να σε παρηγορήσω για τριάντα ευρώ». Με κοίταγε γελώντας εμφανώς περιφρονητικά και ειρωνικά. Εγώ έγνεψα καταφατικά, σηκώθηκα και τον ακολούθησα. Και σήμερα η πόρτα για τον πιο ψεύτικο παράδεισο είχε ανοίξει… Η πόρτα για την πιο αληθινή κόλαση…
Π.Κ.
... Πες μου ποιος φόβος σε νίκησε πάλι...
Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008
ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΙΑΣ
Τo δήθεν θαύμα του Αγίου Φωτός της Ιερουσαλήμ

Το Θαύμα του 'Αγίου Φωτός' της Ιερουσαλήμ είναι θαύμα καθ΄υποτροπήν (ή απάτη κατ΄εξακολούθηση). Είναι μοναδική περίπτωση 'θαύματος' που συμβαίνει κατ' επανάληψη κάθε χρόνο την ίδια ημερομηνία και ώρα, στην Εκλησία της Αναστάσεως της Ιερουσαλήμ, προς αγαλλίαση μιας μεγάλης σύναξης προσκυνητών της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας . Πολλοί προσκυνητές συρρέουν κάθε χρόνο για να είναι μάρτυρες των υπερφυσικών γεγονότων της αυτόματης ανάφλεξης κεριών και καντηλιών. Είναι δηλαδή το μόνο θαύμα που γίνεται κατά παραγγελία.
Το 'Θαύμα' λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο κατά τη Λειτουργία του μεσημεριού του Σαββάτου την ημέρα πριν από την Κυριακή του Πάσχα. Στην ουσία το θαύμα είναι η εμφάνιση με υπερφυσικό τρόπο φωτιάς σε μια κρύπτη η οποία έχει από πριν ερευνηθεί και σφραγιστεί για να αποκλειστεί το άναμα της φωτιάς τεχνητά, με ανθρώπινη παρέμβαση. Το 'Θαύμα' πετυχαίνει στα χέρια του Πατριάρχη της Ορθόδοξης Εκκκλησίας Ιεροσολύμων ο οποίος ερευνάται τελετουργικά πριν εισέλθει στην κρύπτη.

Η έρευνα της κρύπτης και η σωματική έρευνα του Πατριάρχη επιτηρέίται από εκπροσώπους και άλλων δογμάτων όπως της Αρμενικής Εκκλησίας οι οποίοι διατηρούν και αυτοί ορισμένα παραδοσιακά δικαιώματα στο Ναό της Αναστάσεως, εκπροσώπους των τοπικών αρχών και τον αστυνομικό διευθυντή της Ιερουσαλήμ.
Ο πατριάρχης αποσύρεται στην κρύπτη, προσεύχεται και εμφανίζεται στη συνέχεια με το θαυματουργό φως, προς έκσταση και αγαλλίαση του κοινού που παρακολουθεί. Κατά τον ίδιο χρόνο αναφέρεται ότι φωτιές ανάβουν σποραδικά αυτόματα σε κεριά και σε καντήλια, με 'θεία' παρέμβαση, αφού αρχίσουν να καπνίζουν πριν για λίγη ώρα.
Κάποιες άλλες μαρτυρίες περιγράφουν γαλαζωπό φώς να εμφανίζεται κατά καιρούς και να ταξιδεύει στον αέρα. Το θαυματουργό φως που ανάβει στα χέρια του πατριάρχη έχει αναφερθεί ότι διαφέρει από το συνηθισμένο φως στο γεγονός ότι ένα χέρι τοποθετημένο στη φωτιά αυτή δέν καίγεται (τουλάχιστον δεν καίει τα χέρια των πιστών και αυτό μόνο κατά τα πρώτα τριαντατρία λεπτά). Αντιγράφομε από επίσημο κρατικό δικτυακό τόπο: "Το Αγιο Φως συμβολίζει αλλά και υπενθυμίζει με θαυματουργικό τρόπο την Ανάσταση του Χριστού. Είναι ένα Θεόσταλτο θαύμα δια μέσου των αιώνων από το Φως του κόσμου, που είναι ο Χριστός, για τον κόσμο. Η επιστήμη <<δεν έχει την δυνατότητα>> να εξηγήσει αυτό το μεγάλο θαύμα και αυτή την φορά προς τιμή της δεν τόλμησε να αποφανθεί ούτε θεωρητικά (Αν το τολμήσει να το αποδείξει θα γίνει της...). Σε ένα αληθινό θαύμα άλλωστε πως να αποφανθεί η επιστήμη;"
http://www.ert.gr/afieromata/Pasxa/fos.html Το 'Αγιο Φως' μεταφέρεται στην Ελλάδα με ειδική πτήση της Κρατικής Αεροπορικής Εταιρείας και γίνεται δεκτό με τιμές Αρχηγού Κράτους. Αποτελεί το πιό σεβαστό και συχνότερα αναφερόμενο 'Θαύμα' της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Το Αγιο Φως διανέμεται στη συνέχεια άμεσα σε όλη την Ελλάδα με μεγάλη κινητοποίηση με ειδικές πτήσεις και συμμετοχή του Στρατού ώστε να είναι διαθέσιμο σε όσο το δυνατόν περισσότερους ναούς με κρατική μέριμνα αργά το βράδι του Σαββάτου για τη Λειτουργία της Αναστασης.
Επιστρέφοντας με το φως στα σπίτια τους οι Χριστιανοί καίνε με τη φλόγα ένα σταυρό στις πόρτες των σπιτιών τους αλλά χρησιμοποιούν ακόμη το ?γιο Φως για να θεραπεύσουν τα στείρα ζώα και τα άκαρπα δέντρα τους, για να πολεμήσουν τρωκτικά και έντομα και άλλα παρομοια.
Αντιγράφομε από τον κρατικό δικτυακό τόπο της ΕΡΤ που περιγράφει με ενθουσιασμό νεοφώτιστης μοναχής τα σχετικά έθιμα:
"Στην Κορώνη της Μεσσηνίας άμα γυρίσουνε σπίτι από την Ανάσταση, θα κουβαλήσουν και το Aγιο Φως μαζί τους. Θα κάνουν πρώτα-πρώτα ένα σταυρό στα κουφώματα του σπιτιού, πόρτες και παραθύρια κι έτσι σώζεται τ' Αγιο Φως όλο το χρόνο στο σπίτι, Ύστερα το πάνε στα εικονίσματα, θα κάνουνε το σταυρό τους, θα σβήσουνε το καντήλι και θα τ' ανάψουνε με το καινούργιο φως. Ύστερα θα κατεβούνε κάτω να "βουλώσουνε" τα ζωντανά: γίδια, πρόβατα, τα βόδια, τα γαϊδούρι, ό,τι έχει κανείς, τα τσουρουφλάνε και πάνε και στις κότες"Στην Πάτρα κ.α. σβήνοντας τη λαμπάδα τους από κάτω απ' το εικονοστάσι λένε: "Όξω ψύλλοι και κορέοι / να μπούμε μέσ' οι νοικοκυραίοι!".Στο Καστανόφυτο της Καστοριάς "το Πάσχα, μετά το Χριστός Ανέστη, τα κορίτσια του χωριού πάνε στο σπίτι με τα κεριά αναμμένα και με αυτά φοβίζουν τα βόδια, φέρνοντας ξαφνικά το αναμμένο κερί σ' αυτά και φωνάζοντας ζουρ-ζουρ. Αυτό το κάνουν, για να μη στρακαλνούν τα βόδια το καλοκαίρι (δηλ. να μην τα πειράζει η μύγα)".Στο Καπλάνι της Πυλίας, "Ανήμερα τη Λαμπρή στέλνουν ένα κορίτσι στα πρόβατα να τα προγκίξει με την ποδιά του, αν θέλουνε να γεννήσουνε θηλυκά αρνιά. Αν στείλουν αγόρι, γεννάνε σερνικά".Στο Λασίθι, τη νύχτα της Λαμπρής "άμα έχουνε κιανένα οζό που δε γεννά, πάνε με το φως και του κάνουνε το Χριστός Ανέστη και γαστρώνεται ύστερα".Στην Ύδρα, με το φως της Ανάστασης καίνε λιγάκι και τα δέντρα που δεν κάνουνε καρπό, τα καίνε στον κόμπο τους".
Μας θλίβει βαθεία να βλέπομε τέτοια νεολιθικής προέλευσης δεισιδαιμονία να κυριαρχεί ανενόχλητη και να διαδίδεται από κρατικά μέσα (δηλαδή και με δικά μας έξοδα) στην χώρα που κάποτε γέννησε τη φιλοσοφία και τις Επιστήμες.

Κι όμως στο παρελθόν υψώθηκαν κάποιες θαρραλέες φωνές που κατήγγειλαν το 'θαύμα' της Ιερουσαλήμ, διατυπώνοντας σοβαρές επιφυλάξεις για τις εκεί θρησκευτικές τελετές και θεουργίες. (Θεουργία- υποτιθέμενη παρέμβαση του Θεού στα ανθρώπινα πράγματα) Ο Διδάσκαλος του Γένους και πρωτεργάτης της απελευθέρωσης της Ελλάδος από τον Οθωμανικό ζυγό, Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) κατήγγειλε το ?γιο Φως' ως απάτη και προέτρεψε την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία να διακόψει αυτές τις τελετές υποστηρίζοντας ότι " η αληθής θρησκεία όχι μόνο δεν διασφαλίζεται με την απάτην αλλά και τρέχει μέγαν κίνδυνον να καταφρονηθεί παντάπασι και να συναριθμηθεί με τας ψευδείς θρησκείας όπότε μεταχειρίζεται αυτά εκείνα μέσα- (δηλαδή όταν χρησιμοποιεί απάτες)...", ονόμαζε το 'Αγιο Φως' "ονειδος και αίσχος στρατηγούμενον από θρασύτατους θαυματοπλάστες" και δήλωνε κατηγορηματικά ότι "αληθής θρησκεία δεν έχει χρεία τοιούτων θαυμάτων"... Με βαθειά θλίψη ο Έλλην σοφός διαπιστώνει ότι , ενώ οι Έλληνες έχουν προς φωτισμόν μόνο το '΄Αγιο Φως' οι Ευρωπαίοι "ζουν μεταξύ αληθινων σοφών , περικυκλωμένοι από Ακαδημίες και Λύκεια από πάσης Τέχνης και Επιστήμης διδακτήρια. Έχουν ανοιχτές λαμπρές, δημόσιες βιβλιοθήκες και τα πιεστήρια των τυπογραφείων τους βουϊζουν καθημερινά και ασταμάτητα".
Παίρνοντας κουράγιο από την τοληρή στάση του μεγάλου διανοητή και πατριώτη Κοραή, αλλά και εξοργισμένος από την συστηματική και ηθελημένη απόκρυψη των θέσεών του από τους σύγχρονους Έλληνες, αποφάσισα να μελετήσω προσεκτικά το 'θαύμα' και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να 'στηθεί' κάτι τέτοιο. Πως θα μπορούσε να εξηγηθεί η αυτόματη εμφάνιση πυρός με αυστηρά ανθρώπινους όρους και παραμέτρους αφού δεν υπάρχει εμφανής ανθρώπινη παρέμβαση στα δρώμενα στην εκκλησία;
Η έρευνά μας γρήγορα προσανατολίστηκε στην κατεύθυνση της χρήσης κάποιας αυτόματα αναφλεγόμενης ουσίας η οποία να αναφλέγεται από μόνη της όταν έρθει σε επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα. Με τη συνδρομή του Εργαστηρίου Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης προσδιορίσαμε ότι η καταλληλότερη ουσία για μια τέτοια χρήση είναι ο λευκός φωσφόρος.
Πως όμως θα μπορούσε κανείς να καθυστερήσει αυτή την αυτόματη ανάφλεξη ώστε να συμβεί με ελεγχόμενο τρόπο σε προκαθορισμένη στιγμή; Απλά, εάν ο φωσφόρος που συνήθως φυλάγεται κάτω από νερό για να μην αναφλεγεί, διαλυθεί σε κάποιο κατάλληλο οργανικό διαλύτη και μετά ένα πανί η κερί βουτηγμένο στο διάλυμα αυτό εκτεθεί στον ατμοσφαιρικό αέρα, η αυτοανάφλεξη δεν γίνεται αμέσως αλλά καθυστερεί εως ότου εξατμιστεί σχεδόν τελείως ο διαλύτης. Στη συνέχεια το υλικό αρχίζει πρώτα να καπνίζει και τέλος αναφλέγεται, με ζωηρή φλόγα. Σημειώστε τη λεπτομέρεια της αργής προοδευτικής ανάφλεξης που ταιριάζει με τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων: "φωτιές ανάβουν σποραδικά αυτόματα σε κεριά και σε καντήλια, με 'θεία' παρέμβαση, αφού αρχίσουν να καπνίζουν πριν για λίγη ώρα." Αν όμως ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός άναβε θαυματουργικά κάθε χρόνο τα κεριά και τις καντήλες τι ανάγκη είχε να τα κάνει να καπνίζουν για ώρα μέσα στην κατάμεστη από πιστούς, ασφυκτικά γεμάτη εκκλησία και δεν τα ανάβει δια μιάς; Τα πειράματά μας έδειξαν ότι η αυτόματη ανάφλεξη των κεριών μπορεί να επέλθει με ελεγχόμενη χρονοκαθυστέρηση ημίσειας ώρας και άνω εξαρτώμενης από την πυκνότητα του διαλύματος του φωσφόρου και του τύπου του οργανικού διαλύτη που χρησιμοποιεί κανείς.
Επιδείξαμε κατ' επανάληψη με επιτυχία το πείραμα με τα κεριά, προς κατάπληξη των παρευρισκομένων εκπροσώπων της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η αμηχανία τους ήταν έκδηλη, παρόλο που δεν προφασιστήκαμε κάποια ανταγωνιστική υπερφυσική δύναμη αλλά ξεκαθαρίσαμε άμεσα και ευθέως τη φυσική βάση της διαδικασίας. Σε πρόσφατη μάλιστα επίδειξη που μεταδόθηκε από το EXTRA την Παρασκευή 16 Απριλίου, ένας εκ των εκπροσώπων της Εκκλησίας διάβαζε την ώρα του πειράματος... τους εξορκισμούς του Αγίου Βασιλείου.. ανεπιτυχώς.


Τα αποτελέσματα της μελέτης μας έχουν δημοσιευτεί με τον τίτλο "Θαύμα ή Απάτη: Το '?γιον' Φως της Ιερουσαλήμ" τον 4/2003 και βρίσκονται ήδη στη δεύτερη έκδοση. Αποδεικνύεται σύντομα από τη μελέτη μας ότι τα αυτοαναφλεγόμενα υλικά και η θρησκευτική πυροτεχνουργία ήταν γνωστή στην αρχαιότητα καθώς καταγράφονται περιστατικά από αρχαίους έλληνες συγγραφείς . Ακόμη πιό ενδιαφέρον όμως είναι ότι τέτοια αυτοαναφλεγόμενα υλικά περιγράφονται στη Βίβλο σε δύο περιστατικά στην Ιστορία του Ηλία (Α Βασιλέων 18.21-40) και στην περίπτωση του Νεεμία που περιχύνει με ένα διαυγές καλά φυλαγμένο υλικό το θυσιαστήριο το οποίο στη συνέχεια αναφλέγεται αυτόματα (Μετάφραση των Εβδομήκοντα Β Μακαβαίων 1.17-23).
Στους αναγνώστες εκείνους που θα υποστήριζαν ότι η ύπαρξη και η χρήση τέτοιων υλικών ήταν άγνωστη την αρχαιότητα θα αναφέρομε μόνο το ακόλουθο χωρίο του Στράβωνος: Στη Βαβυλώνα (Χαλδαία) υπάρχουν δύο είδη πηγών νάφθας , λευκή (άχρωμη διαυγής)και μελανή (αργό πετρέλαιο). Η λευκή νάφθα είαι που αναφλέγεται με πυρ. (Στράβων Γεωγραφικά 16.1.15.1-24)
Η πηγή προέλευσης του λευκού φωσφόρου στην αρχαιότητα μπορεί να ήταν αρκετά απλή. Ένας κατάλογος από τα πιθανά διαθέσιμα υλικά για την παραγωγή φωσφόρου μας εισάγει κατευθείαν στο βασίλειο της Μαγείας και μάλιστα της Μαύρης καθώς η συνήθης πηγή για την παραγωγή φωσφόρου είναι τα... κόκκαλα, τα κόπρανα και τα ούρα. Και που αλλού μπορείτε να φανταστείτε ότι θα βρίσκαμε τέτοιες δυσώδεις αλχημιστικές συνταγές μαγειρικής παρά στο... Ιερό βιβλίο της Βίβλου:
"Ούτω λέγει ο Κύριος: Στήσον τον λέβητα και βάλλε εις αυτόν ύδωρ και κομμάτια (ζώων) καλά , τον μηρόν και τον ώμον γέμισον (δε) αυτόν (τον λέβητα) υπό των εκλεκτών οστέων . Λάβε δε και εκ του ποιμνίου και στίβασον έτι οστά , βράσον αυτά καλώς και ας εψηθώασι και αυτά τα οστά εν αυτώ ... λέβητα του οποίου η σκωρία είναι εν αυτώ και δεν εξήλθε από αυτού... και εγώ θέλει μεγαλύνει την πυράν. Επισώρευσον ξύλα, άναψον το πυρ, κατανάλωσον τα κρέατα και διάλυσον αυτά, ας καώσι τα οστά (προφανώς αφού τελειώσει το νερό). Τότε στήσον αυτόν το λέβητα επί τους άνθρακας αυτού δια να πυρωθεί ο χαλκός αυτού και να καταναλωθεί η σκωρία αυτού" Ιεζεκιήλ 24.3-11
Σε άλλο σημείο ο ίδιος ο Κύριος λαλεί προς τον Μωϋσή και τον Ααρών τα εξής: "και θέλουσι κατακαύσει την δάμαλιν και το δέρμα και το κρέας και το αίμα αυτής, μ ε τ ά τ η ς κ ό π ρ ο υ α υ τ ή ς θέλουσι κατακαύσει αυτήν..." (Αριθμοί 19.5)
Φαίνεται λοιπόν ότι πολύ νωρίς κάποιοι από τους πρώτους αλχημιστές ανακάλυψαν πράγματι τη μυθική συνταγή της 'φιλοσοφικής λίθου' που θα τους επέτρεπε να μετατρέψουν τα σκουπίδια τους και την ευπιστία των συνανθρώπων τους κυριολεκτικά σε χρυσό. Σήμερα οι επίγονοί τους νέμονται τη μισή περίπου ακίνητη περιουσία και ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαίων της Ελλάδος αλλά και διεθνώς.
Η φωνή των αρχαίων μας προγόνων αντηχεί καθαρά από το βάθος της σκηνής, όπου παίζεται η σημερινή τραγωδία σε παγκόσμια κλίμακα: Μέμνησο Απιστείν! (Ρητό του Επίχαρμου που αναφέρεται από τον Λουκιανό στον Ερμότιμο) Αλλά ο υγιής σκεπτικισμός δεν μπορεί ποτέ να συνυπάρξει με το "πάντα πιστεύει" (1η προς Κορινθίους 13.7) του Χριστιανικού Δόγματος. Η θανατοκεντρική χριστιανική λατρεία με την ανατολίτικη προσκόλληση της σε φαντασίες που δήθεν συμβαίνουν μετά θάνατον είναι ασύμβατη με την αυθόρμητη Ελληνική λατρεία της εφήμερης ζωής μας και της εύθραυστης φύσης που μας περιβάλλει και μας συντηρεί. Φυσικά οι υποτιθέμενοι σωτήρες της ψύχής μας είναι πολύ απασχολημένοι με τις περιγραφές τους της μετά θάνατον ζωής και της καταστροφής του Κόσμου, της Αποκάλυψης, της Δευτέρας Ευκαιρίας, του Αρμαγεδώνος και άλλων παρόμοιων φοβήτρων. Πως θα μπορούσαν να βρούν το χρόνο για κριτική, καλλιέργεια της επιστήμης και της φυσιογνωσίας και απλή λογική;
Zeitgeist - The movie

Zeitgeist (pronounced [ˈtsa͡ɪtga͡ɪst]): Γερμανική έκφραση που σημαίνει “πνεύμα της εποχής”.
Εδώ και μήνες γίνεται ένας ντόρος για το -φτιαγμένο για το internet- ντοκιμαντέρ Zeitgeist, μια ταινία που ασχολείται -και συνδέει- τρία βασικά θέμα. Στο 1ο μέρος θα δεις μια ανάλυση πάνω στο θέμα “Χριστιανισμός” που έχει δανειστεί (κλέψει) στοιχεία από τον Ελληνικό, τον Αιγυπτιακό, τον Ινδικό Πολιτισμό και στηρίζει την δύναμή του στον φόβο και την ανασφάλεια, με φαινομενικά σωστή επιχειρηματολογία. Το 2ο μέρος περιγράφει την προπαγάνδα την οποία χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ (ειδικά στην Αμερική) με κεντρικό σημείο αναφοράς το 9/11 και τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Το 3ο μέρος περιγράφει την στρατηγική για την κυριαρχία των τραπεζιτικών καρτέλ επί της πολιτικής με στόχο την παγκοσμιοποίηση, την Μια και Μοναδική Κυβέρνηση και συνδέεται άμεσα με τα δύο πρώτα μέρη.
H ταινία είναι ελεύθερη προς διάθεση και δεν υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα. Μπορείς να τη βρεις σπό το επίσημο site, να τη δεις με ελληνικούς υπότιτλους στο GoogleVideo, ή να την κατεβάσεις από κάποιο torrent. Σύμφωνα με τους δημιουργούς του film:
To Zeigeist δημιουργήθηκε ως μιά μη κερδοσκοπική κινηματογραφική έκφραση, με σκοπό να εμπνεύσει τους ανθρώπους να κοιτάξουν τον κόσμο από μια πιο κριτική σκοπιά και να αντιληφθούν πως πολύ συχνά τα πράγματα δεν είναι όπως νομίζει το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού πως είναι. Οι πληροφορίες στο Zeitgeist επιβεβαιώθηκαν μετά από μακρά περίοδο έρευνας και η υποενότητα Source στο site αυτό αναφέρει τις κυριότερες πηγές που χρησιμοποιήθηκαν/αναφέρθηκαν.
Τώρα, είναι σημαντικό να πούμε πως υπάρχει η τάση απλά να απορρίπτουμε πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε, χωρίς να κάνουμε την απαραίτητη έρευνα. Για παράδειγμα, κάποιες από τις πληροφορίες στο Μέρος Ι και στο Μέρος ΙΙΙ, συγκεκριμένα, δεν προήλθαν απλά ψάχνοντας στο διαδύκτιο. Πρέπει κάποιος να σκάψει βαθύτερα. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που ψάχνουν για τον Ώρο (Horus) ή την Federal Reserve Bank στο Internet, αντλούν τα συμπεράσματα τους από πολύ γενικές και τετριμμένες πηγές. Οι on line εγκυκλοπαίδιες ή ακόμα και οι συνηθισμένες εγκυκλοπαίδιες συχνά δεν περιέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Zeitgeist. Παρόλα αυτά, αν κάποιος αφιερώσει το χρόνο που χρειάζεται και μελετήσει τις πηγές, θα βρεί πως ό,τι παρουσιάζεται βασίζεται πάνω σε στοιχειοθετημένες αποδείξεις.
Με τα παραπάνω στο νου, ελπίζω πως οι θεατές δε θα λάβουν αυτό που θα δουν ως την αλήθεια, αλλά θα ψάξουν και θα σκεφτούν για τον εαυτό τους, γιατί η αλήθεια δεν λέγεται… κατανοείται.
Ευχαριστούμε.
Δεν χρειάστηκε και πολύ, βέβαια, να εμφανιστεί ένα site το οποίο να προσπαθεί να ανατρέψει τα όσα αναφέρονται στο Zeitgeist.
Από όποια πλευρά κι αν είσαι (ή θέλεις να είσαι), πιστεύω πως αξίζει να το δεις. Μπορείς να ακούγονται κοινότοπα, αλλά δεν παύουν να είναι αλήθεια πως, η πολιτική και η ιστορία δεν μετριούνται με το συναίσθημα και η πραγματικότητα δεν είναι θέμα πλειοψηφίας. Κάποτε οι περισσότεροι πίστευαν πως ο κόσμος είναι επίπεδος.
Τρίτη 18 Μαρτίου 2008
Γιατί δεν πιστεύω στο Θεό
Γιατί εγώ δεν πιστεύω στο Θεό
Εάν κάποιος αναγγέλλει στον κόσμο ότι μας έφτιαξαν γιγαντιαίοι πορφυροί εξωγήινοι χωρίς παροχή ενός στοιχείου για να υποστηριχθεί αυτό, όλοι θα
σκεφτόμασταν ότι είναι τρελός, σωστός; Δεν είναι δική μας δουλειά να αναζητήσουμε αυτούς τους πορφυρούς εξωγηίνους. Είναι δουλειά του ατόμου που το
υποστήριξε για να μας παρουσιάσει την απόδειξη.
Δεν πιστεύω στο Θεό επειδή κανένας δεν έχει αποδείξει την ύπαρξή του. Δεν εξαρτάται από με να αποδειχθεί ότι ο Θεός δεν υπάρχει, εξαρτάται από τους
θεϊστές να αποδειχθεί ότι υπάρχει. Το ατυχές είναι ότι οι θεϊστές φαίνεται να σκέφτονται ότι το φορτίο της απόδειξης είναι στους άθεους επειδή είμαστε η
μειονότητα.
Τι θέλει να πει το συγκεκριμένο ποστ είναι "λόγοι" που οι άνθρωποι βρίσκουν να δικαιολογήσουν το θεϊσμό είναι ανακριβείς. Δεν πρόκειται να σας πω ότι ο Θεός
δεν υπάρχει, πρόκειται να σας πω γιατί είναι απολύτως παράλογο να υποθέσει κανείς ότι υπάρχει. Ας αρχίσουμε :
Γιατί πιστεύετε?
Ο κόσμος είναι πάρα πολύ σύνθετος και μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από το να έχει σχεδιαστεί. Ο κόσμος είναι θαυμάσιος και σύνθετος, αλλά δεν ήταν
πάντα έτσι. Είναι εύκολο να δει κανείς πώς έφτασε όπου είναι απλά εξετάζοντας την επιστήμη. Αυτό το επιχείρημα τροφοδοτείται από την παρανόηση της
εξέλιξης, πρώτιστα. Πάρα πολλοί άνθρωποι σκέφτονται ότι οι άθεοι θεωρούν τον κόσμο που αναπτύσσεται κατά τυχαία τύχη. Αυτό είναι απόλυτα λάθος. Η
εξέλιξη δεν είναι είδη που αυξάνουν τυχαία τα φτερά ή τις ουρές. Η εξέλιξη είναι πολύ, πολύ αργή μέσω της φυσικής επιλογής. Λαμβάνεται τρία ή τέσσερα
δισεκατομμύρια έτη για να φτάσει σε αυτόν τον θαυμάσιο και σύνθετο κόσμο. Δεν είναι τόσο δύσκολο να το πιστέψετε αν το "ελέγξετε". Οι θεϊστές κάνουν το
λάθος παίρνοντας την εύκολη οδό λέγοντας ότι "ο Θεός το έκανε." Οι συντομότεροι δρόμοι εξαπατούν, damnit.
Αισθάνεσαι τόσο καλά.
Οι άνθρωποι θέλουν να πιστέψουν στο Θεό επειδή απολαμβάνουν την αίσθηση του ότι κάποιος τους προσέχει από πάνω πέρα από τους και ότι έχουν έναν σκοπό
στη ζωή. Επιθυμούν επίσης ότι όταν κάποιος πεθάνει θα πάει "σε μια καλύτερη θέση." Αυτό βοηθά με την αποδοχή του θανάτου. Είναι πραγματικά όλο ευχάριστα
και χαρούμενα πράγματα, αλλά διδάσκει τη λανθασμένη νοοτροπία. Κάνοντας τα πράγματα απλά (επειδή σε κάνει να) "αισθάνεσαι καλά" και κλείνοντας τα μάτια
στην αλήθεια και το λόγω βλάπτεσαι παρά βοηθιέσαι. Το αν αισθάνεσαι καλό ή όχι, δεν σημαίνει ότι είναι αληθινό.
Στοίχημα PASCAL. Αυτό λέει ότι είναι καλύτερο να βάλεις στοίχημα να πιστέψεις στο Θεό από το να μη πιστέψεις. Είναι βασισμένο σε αυτά τα τέσσερα πράγματα:
Εάν πιστεύετε στο Θεό και υπάρχει, πάτε στον ουρανό.
Εάν πιστεύετε στο Θεό και δεν υπάρχει, τίποτα δεν συμβαίνει.
Εάν δεν πιστεύετε στο Θεό και υπάρχει, πηγαίνετε στην κόλαση.
Εάν δεν πιστεύετε στο Θεό και δεν υπάρχει, τίποτα δεν συμβαίνει.
Έτσι λίγο πολύ λέει ότι η πίστη είναι η ασφαλέστερη πορεία. Αλλά υπάρχουν διάφορα προβλήματα. Θα συντάξω έναν άλλο κατάλογο για την εύκολη ανάγνωση:
Ας διαλέξουμε ένα Θεό. Πέστε ότι επιλέγουμε το χριστιανικό Θεό για να πιστέψετε, αλλά αποδεικνύεται ότι είναι Brahman (υποθέτω κάποιος άλλος ΣΤΜ) αντ'
αυτού. (Από τον αριθμό πιθανών Θεών, οι πιθανότητες είναι λεπτές ακόμα =μάλλον θέλει να πει ότι οι πιθανοί Θεοί για να διαλέξεις είναι λίγοι). Ομοίως, δεν
ξέρετε πώς αυτός ο Θεός πρόκειται να ενεργήσει. Μπορεί να ανταμείψει το σκεπτικισμό και να τιμωρήσει την τυφλή πίστη. Πιστεύοντας στο Θεό απλά επειδή
είναι η λιγότερο επικίνδυνη πορεία δεν είναι η "αληθινή πίστη," που ο Θεός μπορεί να αναζητά. Έτσι πηγαίνετε στην κόλαση οπωσδήποτε. Η πίστη στο Θεό σας
κοστίζει πράγματα στη ζωή. Μπορεί να είναι χρόνος που ξοδεύτηκε στην εκκλησία, χρήματα που δόθηκαν στην εκκλησία. Επίσης υγεία. Παραδείγματα είναι
σχετικά με την έρευνα κυττάρων μίσχων, που δέχονται τις μεταγγίσεις αίματος, κ.λπ....
Κάντε κλικ για περισσότερη έρευνα σε αυτό (στο αρχικό λινκ υπάρχει σχετικό λινκ στο συγκεκριμένο σημείο). Εξετάστε το στοίχημα ότι PASCAL αρκετά.
Όλοι πιστεύουν άρα πιθανώς είναι αληθινό.
Υπάρχουν άνθρωποι που παραδέχονται ότι πιστεύουν στο Θεό απλά επειδή το πιστεύει η πλειοψηφία, λίγοι αλλά υπάρχουν. Όσοι περισσότεροι άνθρωποι
υποστηρίζουν μια ιδέα, τόσο πιο αξιόπιστη γίνεται. Λογικά, αυτό είναι πλήρες bullshit. Ομοίως, το ότι όταν οι γονείς πιστεύουν αυτό φτάνει για να πιστέψεις. Εάν
δεν μεγαλώσατε με μια θρησκεία, πιθανότατα δεν θα την ακολουθήσετε. Οι γονείς σας σας είπαν ότι Δίας είναι ο βασιλιάς των Θεών; όχι; Καλά, θεωρείτε ότι
Δίας είναι ο βασιλιάς των Θεών; Πιθανώς όχι. ο Δίας είναι εξίσου πιθανό να υπάρχει όπως ο χριστιανικός Θεός, αλλά γιατί δεν πιστεύετε στον Δία αντ' αυτού;
Άγνοια.
Αυτό επιστρέφει σε αυτό που μιλούσα για με την εξέλιξη και την πολυπλοκότητα, επίσης. Συνολικά, λέω ότι οι άνθρωποι παίρνουν την εύκολη έξοδο της
προσπάθειας να γίνει κατανοητός ο κόσμος ή απλά δεν θα δεχτούν την απάντηση ότι "δεν ξέρουμε." Πώς ο κόσμος άρχισε; Κανένας δεν είναι βέβαιος. Όχι ακόμα,
εν πάση περιπτώσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξέρουμε λέγοντας "ήταν ο Θεός". Αυτή δεν είναι μια εξήγηση, είναι ένα παραμύθι. Έτσι ξεκίνησε η θρησκεία
αρχικά. Τι είναι η λαμπρή φωτεινή σφαίρα επάνω στον ουρανό; εεε...είναι ο Ήλιος στο χρυσό άρμα του! Δεν θα μάθουμε τα νέα πράγματα έως ότου μπορούμε να
αναγνωρίσουμε ότι δεν τα ξέρουμε. Πάρτε το πρώτο βήμα.
Richard Dawkins: "Είμαι ενάντια στη θρησκεία επειδή μας διδάσκει να ικανοποιούμαστε με την μη κατανόηση του κόσμου."
Άλλες σκέψεις.
Ηθική. Μια παρερμηνεία των θεϊστών είναι ότι η πίστη σε μια θεότητα απαιτείται για να έχει τα ήθη. Καθόλου αληθινό. .......... ........... Να έχετε κάποια
εμπιστοσύνη στους ανθρώπους.
Πίστη. Μερικοί αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδυκνείει την ύπαρξη του Θεού, αλλά αντ' αυτού υποστηρίζονται με "την πίστη." Η
πίστη δεν είναι λογική. Δεν έχει καμία αιτιολόγηση. Το αντεπιχείρημα είναι για το πώς εάν ρίξετε μια σφαίρα δύο φορές και πέσει κατ' ευθείαν κάτω, οι
επιστήμονες έχουν "την πίστη" ότι θα πέσει κατ' ευθείαν κάτω από την τρίτη φορά. Εάν ποτέ μου το πείτε στην πραγματική ζωή, θα σας κλωτσήσω
στα αναπαραγωγικά όργανα. Η "πίστη" ότι θα πέσει την τρίτη φορά είναι βασισμένη στην επιστημονικές μέθοδο και τις παρατηρήσεις. Η θρησκευτική πίστη
είναι βασισμένη απολύτως σε τίποτα και γίαυτό αποτελείται από παντελή αποτυχία. Τελικά, δεν υπάρχει κανένας λογικός λόγος να πιστεύει κανείς στο Θεό.
Θεωρούμαι ένα μάλλον λογικό και λογικό πρόσωπο που επιθυμεί να βασίσει τις πεποιθήσεις και τις απόψεις στα φυσικά, εξηγήσιμα περιστατικά και τις ιδέες
που έχουν τα στοιχεία και τη λογική για να τις υποστηρίξουν. Και γί αυτό δεν πιστεύω στο Θεό.
ps: http://skatje.com/?p=103
Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008
Αναρχικοί
Όλοι είχαμε ακούσει, πως η βία φέρνει, βία αλλά αυτές τις μέρες το ζήσαμε. Καταλάβαμε πως μπορεί ένας πυροβολισμός να φέρει μιαν εξέγερση.
Παράξενοι οι δρόμοι, της βίας. Από τους αλλοτριωμένους στους ελεύθερους. Από την εξουσία προς την αντιεξουσία. Γι' αυτό μια επανάσταση δεν είναι δράση. Είναι αντίδραση.
Και οι εφημερίδες σκέτη ναυτία: "ΣΚΟΤΩΣΑΝ 15ΑΧΡΟΝΟ ΑΝΑΡΧΙΚΟ". Τι πλεονασμός! Κάθε δεκαπεντάχρονος είναι αναρχικός (αλίμονο αν δεν είναι!). Αυθόρμητη, καθαρή φύση.
Αλλά και κανένας δεκαπεντάχρονος δεν είναι συνειδητός και υπεύθυνος οπαδός του Μπλανκί η του Μπακούνιν. Ένα παιδί! Καθαρή φύση...
"Όμως η βία δεν ξεχωρίζει ποιότητες. Σκοτώνει. Έρχεται από το μηδέν και θέλει να μηδενίσει. Η βία μισεί το Είναι. Ο νόμος και η τάξη οδηγούν τελικά στους πιο εύτακτους, ασφαλείς και ήσυχους χώρους: τα κοιμητήρια.
Προσέξτε, προσέξτε καλά τους αναρχικούς. Είναι, το θερμόμετρο της κοινωνίας. Όταν αγανακτούν, σημαίνει πως η νόμιμη βία έχει ξεπεράσει τα όρια επιφυλακής.
Βέβαια οι περισσότεροι, αναγνώστες μου, άνθρωποι σοβαροί και ευπρεπείς, δεν θα δέχονταν υποδείξεις από έναν αναρχικό. "Όμως, στο βάθος, ο αναρχικός έχει, πιο πολλά να πει από τον μικροαστό. Όσο κι αν δεν σας είναι, συμπαθής, αξίζει να τον ακούτε από καιρό σε καιρό. Γιατί δείχνει προς τη σωστή κατεύθυνση.
Κάθε οργανωμένη κοινωνία προϋποθέτει δυστυχώς ένα ποσοστό ανελευθερίας. "Όσο μικρότερο αυτό το ποσοστό, τόσο υψηλότερο το επίπεδο της οργάνωσης. (Ως εδώ συμφωνούμε όλοι: Προτιμότερη η πιο ελεύθερη Αγγλία, από την καταπιεστική π.χ. Ουγκάντα).
Έ, λοιπόν, ο αναρχικός είναι αυτός που ζητάει να ελαχιστοποιήσει το ποσοστό ανελευθερίας. (Περισσότερο: να το μηδενίσει ο ουτοπικός αναρχισμός!). Στην επιδίωξη του αυτή συμπίπτει και με τα πιο σοβαρά κόμματα. (Μόνον που αυτός το εννοεί). Και βλέπει την ανελευθερία, την κατάχρηση εξουσίας, εκεί που ελάχιστοι τις αντιλαμβάνονται.
Οι αναρχικοί είναι τα πιο ευαίσθητα μέλη της κοινωνίας μας. Όταν αντιδρούν έχουν πάντα κάποιο δίκιο. "Όπως οι καλλιτέχνες σηματοδοτούν το αόρατο, έτσι και οι αναρχικοί διαμαρτύρονται για μορφές βίας που εμείς (στην αλλοτρίωση μας) δεν τις βλέπουμε. Τις έχουμε συνηθίσει. Αλλά δεν παύουν να είναι αυθαίρετες και ίσως περιττές.
Π. χ., σίγουρα θεωρείτε αυτονόητη την ύπαρξη της αστυνομικής ταυτότητας. Ξέρετε πως σε άλλα κράτη είναι άγνωστη; Και πως θα το θεωρούσαν προσβολή της προσωπικότητας αν έπρεπε να αποδείξουν το ποιοι είναι; Και ξέρετε ακόμα πως, όταν πριν μερικά χρόνια η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας θέλησε να εφοδιάσει όλους τους πολίτες με αριθμημένες ηλεκτρονικές ταυτότητες, ξεσηκώθηκε τέτοιος σάλος για το φακέλωμα που τελικά αποσύρθηκε το νομοσχέδιο;
Εμείς όμως αποκαλούμε τη Δυτική Γερμανία αστυνομικό κράτος (το έχω διαβάσει συχνά!), ενώ υποδεχόμαστε με αδιαφορία ένα παρόμοιο νομοσχέδιο, που θα μας φακελώσει, όλους ενάριθμα.
Να σε τι χρειάζονται οι αναρχικοί. Αποτελούν τη ζωντανή συνείδηση της κοινωνίας μας. Υπενθυμίζουν συνεχώς, με την παρουσία και τη δράση τους, ότι ο δρόμος οφείλει να οδηγεί προς την περισσότερη ελευθερία!
Μα προκαλούν! (Είναι μέσα στο ρόλο τους).
Μα υπερβάλλουν ! (Μήπως η άλλη πλευρά.
Μα επιτίθενται! (Σχεδόν ποτέ. Είναι μόνιμα σε άμυνα. Αλλά δεν μαθαίνουμε τη δική τους άποψη !).
Μα βάζουν βόμβες!
Προσοχή: Μίλησα για αναρχικούς όχι για τρομοκράτες (η προβοκάτορες !). "Όποιος τους συγχέει πάσχει από νοητική μυωπία. Διότι είναι πόλοι αντίθετοι. Αυτός που ζητάει ελευθερία δεν μπορεί να χρησιμοποιεί βία έστω και σαν μέσο. Η βία φέρνει μόνο καταπίεση ποτέ αυτονομία.
Οι αναρχικοί βλέπουν μακριά. Το ζητούμενο είναι μια κοινωνία ελευθερίας από την αλλοτρίωση , την ανάγκη, την καταπίεση κάθε μορφής. Η εξουσία όποια κι αν είναι, πρέπει να συρρικνωθεί στο ελάχιστο. Γιατί από τη φύση της είναι απάνθρωπη. Εξουσιάζω σημαίνει δυναστεύω. Καλή εξουσία δεν υπάρχει. Είναι ένα αναγκαίο κακό, που θα εξαφανισθεί όταν περάσουμε σε άλλες, ανώτερες μορφές οργάνωσης. (Σε χίλια χρόνια; Έστω. Αλλά αρχίζουν σήμερα!).
Προσέξτε λοιπόν καλά τους αναρχικούς. Είναι οι αλαφροίσκιωτοι, οι ποιητές της κοινωνικής δράσης. Είναι οι άνθρωποι του μέλλοντος. (Αλίμονο μας και αν δεν είναι!). Δείχνουν το δρόμο. Άτσαλα, βάρβαρα, φανατικά. Είναι νέοι, δεν έχουν καλούς τρόπους (ευτυχώς!). Κάποια μέρα όμως, γι' αυτούς θα μιλάνε τα βιβλία μας κι όχι για τους διάφορους μεγαλοσχήμονες, κυβερνήτες, κατακτητές, εξουσιαστές
Αν συμφωνούμε για την ελευθερία πρέπει να συμφωνήσουμε και για τους αναρχικούς. Πώς είναι όχι μόνο χρήσιμοι αλλά αναγκαίοι. Ακουστέ το μήνυμα τους: έρχεται από το μέλλον. Που το θυσιάζουν καμιά φορά, στα δεκαπέντε τους χρόνια...
Νίκος Δήμου
24.11.1985
για τον καλτεζα...
Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008
xai.
Πολύ μοναξιά… Θα προσπαθήσω να γράψω, καιρό έχω να το κάνω αλλά θα προσπαθήσω θα κάνω το παν για να γράψω για σένα. Ξέρω ότι δεν είμαι κανένας καλλιτέχνης αλλά είμαι ένα παιδί, ένα αδικημένο παιδί.. πόσο μάλλον εσύ που στα 17 σωριάστηκε το σώμα σου στο δρόμο, ο σφυγμός σου έσβησε και τα μάτια σου αντίκριζαν τον ουρανό. Έναν ουρανό μαύρο! Όλα πάγωσαν, όλα μείνανε ακίνητα. Το σκοτάδι μπήκε τόσο γρήγορα στις ψυχές μας και ο χτύπος τις καρδιάς μας όλο και πιο γρήγορα χτυπούσε, τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα απ’ τα μάτια μας με τόσο πόνο και άλλο τόσο παράπονο. Δεν ξέραμε εκείνη τη νύχτα πως ο Θεός θα φωνάξει τ' όνομά σου. Στη ζωή σ' αγαπήσαμε πολύ, στο θάνατο το ίδιο. Αλλά δεν έφυγες μόνος, ένα κομμάτι από μας έφυγε μαζί σου. Μας άφησες όμορφες αναμνήσεις, η αγάπη σου μας οδηγεί. Τι κι αν δεν σε βλέπουμε, είσαι πάντα πλάι μας. Τίποτε δεν είναι το ίδιο πια, η οικογενειακή αλυσίδα έσπασε. Αλλά καθώς ο θεός θα μας φωνάζει έναν έναν, η αλυσίδα θα ενωθεί ξανά. Ξέρω, ήθελες να ζήσεις, λαχταρούσες για ζωή σου έκοψαν όμως το νήμα της ζωής. Οι φωνές χαμήλωσαν, τα βλέμματα απορημένα ψάχνανε για μια απάντηση.. όλα είχαν τελειώσει όταν η κραυγή ακούστηκε στα αυτιά όλων μας. Όλοι ρωτούσαν γιατί.. ‘’γιατί’’ μια λέξη χωρίς νόημα, ποτέ δεν δίνεται μια ακριβείς απάντηση! Ένα ακόμη αδικοχαμένο παιδί ήταν.. Φεύγουν αυτοί που πρέπει να μείνουν, και μένουν αυτοί που πρέπει να φύγουν! Βγάλε άκρη τώρα.. και αν ρωτήσεις γιατί πέθανε θα σου δοθεί μια απάντηση χωρίς λογική.. ‘’Τον ήθελε ο θεός κοντά του’’! Πολύ μοναξιά.. Είναι φορές που οι λέξεις αναβλύζουν από μέσα μας, χωρίς σειρά, μα με ένα βαθύ νόημα που νομίζουμε πως μοναχά εμείς καταλαβαίνουμε. ίσως υπάρχουν κι άλλοι όμως...ίσως και όχι. Τι Έγινε χτες το βράδυ; Αορίστως θυμάμαι! Κρύφτηκαν όλα δεν θέλουν να βγουν. Πονεμένοι, σιωπηλοί, άλλοι κλαίνε, άλλοι όμως το κρατάνε μέσα τους. Το παιδί δεν ξανά γυρίζει, τον κάλυψε το βρεγμένο χώμα. Τι άδικο! Γελάμε μα δεν χαιρόμαστε αυτό το μήνυμα θέλουμε να στείλουμε. Πώς να χαιρόμαστε όταν χάνετε ένα φευγαλέο παιδικό χαμόγελο.. όταν η σκιά του γίνεται ένα με το σώμα του! Ο ‘’θεός‘’ δεν σου έδωσε άλλη ευκαιρία και αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Αφού είναι καλά εδώ κάτω γιατί πρέπει να φύγει. Πάλι γιατί.. Ασχολούμαστε στη ζωή με ασήμαντα πράγματα που δεν έχουν τόπο. Τελικά πόσο ασήμαντη είμαστε.. Γιατί ζούμε; Για να χτίσουμε μια ζωή και να γκρεμιστεί; Μα η ζωή είναι δικιά μας πως γίνεται να μας την παίρνουν; Και ποιος να το πιστέψει.. ξέρω κανένας δεν το πιστεύει μέχρι να περάσει ο καιρός και να συνειδητοποίηση ο γονιός ότι δεν κοιμάται πια στο κρεβάτι του, ο συμμαθητής ότι δεν είναι στο θρανίο. Όλα τελειώνουν τίποτα δεν αρχίζει! Νιώθω πολύ μοναξιά, νιώθει και εκείνος πολύ μοναξιά.. Νιώθουμε όλοι μας πολύ μοναξιά! Ακόμη ένα σπίτι έκλεισε, η θλίψη κάλυψε τα χαμόγελα μας.. Κάποιες φορές πρέπει να κοιτάξεις την πραγματικότητα κατάματα, και να την αρνηθείς. Μήπως ήρθε η ώρα ; αλλά να αρνηθούμε τι ; όλα τόσο μπερδεμένα νιώθουμε τόσο ‘’αμήχανοι’’. Παντού αδικία, όλα άδικα. Συμβαίνουν πράγματα που δεν πρέπει να συμβούν και δεν χωράει στον ανθρώπινο νου. Σκοτώνονται αθώα παιδιά από αδιαφορία άλλον! ΦΤΑΝΕΙ! ‘’Ο κόσμος διαλύεται από την αδιαφορία αλλά τι με νοιάζει εμένα’’!!! Αντίο.